Ουίνστον Τσόρτσιλ
Ο λόρδος με παράσημον περικνημίδος
και ξαφνικά με Νόμπελ της λογοτεχνίας!
Γαλάζιον αίμα κατακάθαρον και πρώτο,
«της νίκης ο πατήρ» και του ψυχρού πολέμου.
Σάπιο σαντάρδο της εσχάτης πειρατείας,
το ’να του πόδι μες στο λάκκο, τ’ άλλο απόξω,
πασκίζει αντάμα του να σύρει όλα τα βρέφη:
άμα πεθάνει ο Χάρος, πώς θα ζήσει ο αφέντης;
Να λογαριάσει κάθισε το πόσο κάνει
μια σταγόνα πετρόλαδο (πράμα, όχι χρήμα!)[·]
όσο και μια θερμή σταγόν’ ανθρώπινο αίμα.
Και χίλιοι τόνοι; Πάλε χίλιους τόνους αίμα!
Όχι γαλάζιον αίμα, λέγω! Θιος φυλάξοι!
Μαυροκόκκινον αίμ’ ακάθαρτον, πληβείο!
Να βάφονται ασταμάτητα κάμποι, ποτάμια,
σ’ αιμάτινη να πλέει φουρτούνα η μαύρη αρμάδα.
—«Μάθε το, Λάσπη! Μια του ιχώρα μου σταγόνα
πλιότερο αξίζει απ’ όλες τις αξίες του κόσμου
κι από κάτι Σαιξπήρους, κάτι Παρθενώνες
κι από τον αστροπόταμο του Γαλαξία!…»
Όξω ντουμάνι και ψιλή βροχούλα πνίγουν
τα φώτα της ημέρας, η άσφαλτο γλιστράει!
—«Κατάρα σου, χειμώνα, πώς να ξεμυτίσω!
Με μια βροχοσταλίδα η ζάχαρη θα λιώσει!»
Νοσταλγικά τη λιόχαρη θυμάτ’ Ελλάδα!
Χάρηκε την πιο τίμια μέρα της ζωής του,
όταν τον ήρωα νικητήν έκαιε λαό της
στεριάς, πελάου κι αγέρα — κι οι προδότες πίσω!
~
από την ποιητική συλλογή Ελεύθερος κόσμος (1965)
Ο λόρδος με παράσημον περικνημίδος
και ξαφνικά με Νόμπελ της λογοτεχνίας!
Γαλάζιον αίμα κατακάθαρον και πρώτο,
«της νίκης ο πατήρ» και του ψυχρού πολέμου.
Σάπιο σαντάρδο της εσχάτης πειρατείας,
το ’να του πόδι μες στο λάκκο, τ’ άλλο απόξω,
πασκίζει αντάμα του να σύρει όλα τα βρέφη:
άμα πεθάνει ο Χάρος, πώς θα ζήσει ο αφέντης;
Να λογαριάσει κάθισε το πόσο κάνει
μια σταγόνα πετρόλαδο (πράμα, όχι χρήμα!)[·]
όσο και μια θερμή σταγόν’ ανθρώπινο αίμα.
Και χίλιοι τόνοι; Πάλε χίλιους τόνους αίμα!
Όχι γαλάζιον αίμα, λέγω! Θιος φυλάξοι!
Μαυροκόκκινον αίμ’ ακάθαρτον, πληβείο!
Να βάφονται ασταμάτητα κάμποι, ποτάμια,
σ’ αιμάτινη να πλέει φουρτούνα η μαύρη αρμάδα.
—«Μάθε το, Λάσπη! Μια του ιχώρα μου σταγόνα
πλιότερο αξίζει απ’ όλες τις αξίες του κόσμου
κι από κάτι Σαιξπήρους, κάτι Παρθενώνες
κι από τον αστροπόταμο του Γαλαξία!…»
Όξω ντουμάνι και ψιλή βροχούλα πνίγουν
τα φώτα της ημέρας, η άσφαλτο γλιστράει!
—«Κατάρα σου, χειμώνα, πώς να ξεμυτίσω!
Με μια βροχοσταλίδα η ζάχαρη θα λιώσει!»
Νοσταλγικά τη λιόχαρη θυμάτ’ Ελλάδα!
Χάρηκε την πιο τίμια μέρα της ζωής του,
όταν τον ήρωα νικητήν έκαιε λαό της
στεριάς, πελάου κι αγέρα — κι οι προδότες πίσω!
~
από την ποιητική συλλογή Ελεύθερος κόσμος (1965)
O
Κώστας Βάρναλης (Μπουργκάς, 1884 – 1974) ήταν λογοτέχνης. Είναι γνωστός
κυρίως για τα ποιήματά του, αλλά έγραψε επίσης αφηγηματικά έργα,
κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. [Βιογραφία]