Κι αν έρθει πάλιν η άνοιξη στα μέρη αυτά τα σκοτεινά,
που έρμη πλανιέται η σκέψη μου δίχως χαρά κι ελπίδα,
κι αν έρθει πάλιν η άνοιξη, τάχα θ’ άνθέξεις συ, καρδιά,
που `σαι συντρίμμι απ’ το βοριά κι από την καταιγίδα;
Μοιάζει η ζωή μου τα κλειστά και σιωπηλά βιβλία,
που γράφουνε μια φοβερή, φανταστική ιστορία,
κι εικόνες τις σελίδες τους φρικιαστικές στολίζουν
και μοναχά παράδοξοι αναγνώστες ξεφυλλίζουν.
Κρίνα τα δάχτυλα που αγγίζαν και που σφίγγαν,
το αυγινό ρόδο που άνοιγε: Το στόμα
στην ηδονή μπροστά η επιθυμία μου Σφίγγα,
εγώ είπα το "όχι" που με καίει ακόμα.
Όρθρος βαθύς και καρτερώ του ήλιου το φως,
να `ρθεί σαν θαλπωρή στην άγρυπνη μου σκέψη,
που η νυχτερίδα, ο πόθος μου ο κρυφός,
έχει έτοιμο το ράμφος, αίμα να γυρέψει.
Τ’ άγρυπνα μάτια, ο πυρετός, της νύχτας η σιγή
στο έρμο δωμάτιο, κι απ’ το δρόμο να περνάνε
χαρούμενοι διαβάτες και να τραγουδάνε,
δίχως να ξέρουν πως ματώνουν μια πληγή.
Στα χαμηλά που σέρνεσαι κι όλ’ ονειρεύεσαι ουρανούς,
μαχαίρι η πίκρα στην καρδιά σου.
Που πας; Μένουν κι άλλοι γκρεμοί που δεν τους βάζει ο νους.
Α, δεν κουράστηκες; Πια στάσου.
που έρμη πλανιέται η σκέψη μου δίχως χαρά κι ελπίδα,
κι αν έρθει πάλιν η άνοιξη, τάχα θ’ άνθέξεις συ, καρδιά,
που `σαι συντρίμμι απ’ το βοριά κι από την καταιγίδα;
Μοιάζει η ζωή μου τα κλειστά και σιωπηλά βιβλία,
που γράφουνε μια φοβερή, φανταστική ιστορία,
κι εικόνες τις σελίδες τους φρικιαστικές στολίζουν
και μοναχά παράδοξοι αναγνώστες ξεφυλλίζουν.
Κρίνα τα δάχτυλα που αγγίζαν και που σφίγγαν,
το αυγινό ρόδο που άνοιγε: Το στόμα
στην ηδονή μπροστά η επιθυμία μου Σφίγγα,
εγώ είπα το "όχι" που με καίει ακόμα.
Όρθρος βαθύς και καρτερώ του ήλιου το φως,
να `ρθεί σαν θαλπωρή στην άγρυπνη μου σκέψη,
που η νυχτερίδα, ο πόθος μου ο κρυφός,
έχει έτοιμο το ράμφος, αίμα να γυρέψει.
Τ’ άγρυπνα μάτια, ο πυρετός, της νύχτας η σιγή
στο έρμο δωμάτιο, κι απ’ το δρόμο να περνάνε
χαρούμενοι διαβάτες και να τραγουδάνε,
δίχως να ξέρουν πως ματώνουν μια πληγή.
Στα χαμηλά που σέρνεσαι κι όλ’ ονειρεύεσαι ουρανούς,
μαχαίρι η πίκρα στην καρδιά σου.
Που πας; Μένουν κι άλλοι γκρεμοί που δεν τους βάζει ο νους.
Α, δεν κουράστηκες; Πια στάσου.
πηγή
Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το 1919 ως το 1924 φοίτησε στο ιδιωτικό Λύκειο Ο Κοραής και το 1930 αποφοίτησε από το Α΄ Εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου και ως το 1936 εργάστηκε αρχικά στις επιχειρήσεις των αδερφών του πατέρα του, εμπόρων σταφίδας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φύλλα Τέχνης, αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής του προσπάθειας, όπου δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα μόλις τεύχη ως το 1937, οπότε ο ποιητής διορίστηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στο Ηράκλειο. Το 1943 μετατέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1939 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Χαμένη γη και τη μελέτη Οι τελευταίοι της παράδοσης, και τα δύο στο Ηράκλειο. Το 1959 αποχώρησε από τη θέση του στην τράπεζα και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μεσημβρινή, δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία (1966-1967) και υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Κρητικά Νέα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μηνά Δημάκη με τίτλο Η χαμένη γη εκδόθηκε το 1939. Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του Κάψαμε τα καράβια μας, που εκδόθηκε το 1946. Ασχολήθηκε επίσης με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, τις μελέτες και το δοκίμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις, μεταξύ άλλων για τον Καβάφη τον Καζαντζάκη, τον Κάλβο, το Σικελιανό, τη σύγχρονη ποίηση. Η φιλοσοφική αγωνία του Δημάκη σημάδεψε και τη ζωή του. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στην οδό Αναγνωστοπούλου σε ηλικία εξήντα εφτά χρόνων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1975). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το 1919 ως το 1924 φοίτησε στο ιδιωτικό Λύκειο Ο Κοραής και το 1930 αποφοίτησε από το Α΄ Εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου και ως το 1936 εργάστηκε αρχικά στις επιχειρήσεις των αδερφών του πατέρα του, εμπόρων σταφίδας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φύλλα Τέχνης, αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής του προσπάθειας, όπου δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα μόλις τεύχη ως το 1937, οπότε ο ποιητής διορίστηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στο Ηράκλειο. Το 1943 μετατέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1939 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Χαμένη γη και τη μελέτη Οι τελευταίοι της παράδοσης, και τα δύο στο Ηράκλειο. Το 1959 αποχώρησε από τη θέση του στην τράπεζα και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μεσημβρινή, δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία (1966-1967) και υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Κρητικά Νέα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μηνά Δημάκη με τίτλο Η χαμένη γη εκδόθηκε το 1939. Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του Κάψαμε τα καράβια μας, που εκδόθηκε το 1946. Ασχολήθηκε επίσης με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, τις μελέτες και το δοκίμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις, μεταξύ άλλων για τον Καβάφη τον Καζαντζάκη, τον Κάλβο, το Σικελιανό, τη σύγχρονη ποίηση. Η φιλοσοφική αγωνία του Δημάκη σημάδεψε και τη ζωή του. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στην οδό Αναγνωστοπούλου σε ηλικία εξήντα εφτά χρόνων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1975). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.