Αλλά κάπως έτσι λοιπόν όλα τελειώνουν, πατέρα.
Σε κοιτάζω με τα βλέφαρά σου κλειστά, την ανάσα κομμένη
και δεν μπορώ πια να δακρύσω,
γιατί μια ζωή δεν έκανα άλλο
από το να σε πενθώ, κρυφά να σε πενθώ.
Πήγαινες να φέρεις ένα χαρτάκι
και έτσι όπως έστρεφες τη πλάτη
σε φανταζόμουν σε αποχώρηση.
χαρούμενος ήσουν και εγώ στα μάτια σου έβλεπα
ένα φως πόλεως – να μ’ αποχαιρετά – μακρινής.
σε βόλτα έλειπες, κι εγώ στο σπίτι σαν έφτανα μόνος,
την παντοτινή, την παντοτινή ζούσα την απουσία σου.
Ω νύχτα δύσκολη.
Θύμησες, που κουρνιάσατε στα πράγματα κιόλας,
πιάτα, φλιτζάνια, ποτήρια
που άθικτα και ταιριασμένα όπως σας αγοράζαμε
στην ντουλάπα το πρωί θα σας βρω,
φωτογραφίες σε εκδρομές, παλιές,
προορισμένες για πάντα καλά να φυλάτε
μια τόσο χαρωπή απουσία,
ρούχα, παλτό, σακάκια, κασκόλ, ομπρέλες
μιας μόδας άχρηστης, πικρής,
που εντούτοις αποκτήθηκαν κάποτε με αίμα,
γραβάτες, θηλιές χρόνων ταπεινά στολισμένων,
κομοδίνα και καρέκλες στο πατάρι
πτυσσόμενες, αχρησιμοποίητες,
που κατά βάθος ήξερα, ήξερα πολύ καλά τι σας θέλουμε.
Ω νύχτα δύσκολη,
και ω πατέρα, πιστολιά που από παιδί σε περίμενα
και ύστερα από πενήντα τέσσερα ολόκληρα έπεσες,
ύστερα από πενήντα τέσσερα ολόκληρα έπεσες χρόνια.
~
από τη συλλογή Κρυφός κυνηγός, εκδ. Κέδρος, 2010
πηγή
Σε κοιτάζω με τα βλέφαρά σου κλειστά, την ανάσα κομμένη
και δεν μπορώ πια να δακρύσω,
γιατί μια ζωή δεν έκανα άλλο
από το να σε πενθώ, κρυφά να σε πενθώ.
Πήγαινες να φέρεις ένα χαρτάκι
και έτσι όπως έστρεφες τη πλάτη
σε φανταζόμουν σε αποχώρηση.
χαρούμενος ήσουν και εγώ στα μάτια σου έβλεπα
ένα φως πόλεως – να μ’ αποχαιρετά – μακρινής.
σε βόλτα έλειπες, κι εγώ στο σπίτι σαν έφτανα μόνος,
την παντοτινή, την παντοτινή ζούσα την απουσία σου.
Ω νύχτα δύσκολη.
Θύμησες, που κουρνιάσατε στα πράγματα κιόλας,
πιάτα, φλιτζάνια, ποτήρια
που άθικτα και ταιριασμένα όπως σας αγοράζαμε
στην ντουλάπα το πρωί θα σας βρω,
φωτογραφίες σε εκδρομές, παλιές,
προορισμένες για πάντα καλά να φυλάτε
μια τόσο χαρωπή απουσία,
ρούχα, παλτό, σακάκια, κασκόλ, ομπρέλες
μιας μόδας άχρηστης, πικρής,
που εντούτοις αποκτήθηκαν κάποτε με αίμα,
γραβάτες, θηλιές χρόνων ταπεινά στολισμένων,
κομοδίνα και καρέκλες στο πατάρι
πτυσσόμενες, αχρησιμοποίητες,
που κατά βάθος ήξερα, ήξερα πολύ καλά τι σας θέλουμε.
Ω νύχτα δύσκολη,
και ω πατέρα, πιστολιά που από παιδί σε περίμενα
και ύστερα από πενήντα τέσσερα ολόκληρα έπεσες,
ύστερα από πενήντα τέσσερα ολόκληρα έπεσες χρόνια.
~
από τη συλλογή Κρυφός κυνηγός, εκδ. Κέδρος, 2010
πηγή
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951, αλλά από το 1965 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά και στατιστική. Είναι ένας από τους πρώτους ποιητές της λεγόμενης "ποιητικής Γενιάς του '70". Παράλληλα με την ποίηση γράφει λογοτεχνικές κριτικές και άλλα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1968 με την ποιητική συλλογή «Έβδομη συμφωνία». Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από το 1982, ενώ κατά το διάστημα 1984-1986 υπηρέτησε και ως μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δύο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση.
Τίτλοι βιβλίων: Έβδομη Συμφωνία, 1968. Οκτώ συν ένα εύκολα κομμάτια και η κλεφτουριά του κάτω κόσμου, 1973, εκδόσεις Κούρος. Η θλίψις του προαστίου, 1976, εκδόσεις Κέδρος. Οι πυροτεχνουργοί, 1979, εκδόσεις Εγνατία/Τραμ. Ποιήματα 1968-1976, συγκεντρωτική έκδοση, 1980. Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, 1987, εκδόσεις Υάκινθος. Ποιήματα 1969-1987, συγκεντρωτική έκδοση 1992. Η φοβερή πατρίδα μου, 1994. Μη σκεπάζεις το ποτάμι, 1998, εκδόσεις Κέδρος. Κρυφός Κυνηγός, 2010, εκδόσεις Κέδρος.