Από το ότι, ορμώμενος,
τα χρόνια περνούν γρήγορα
και αυτό το βρίσκω πικρό και άδικο
και από το ότι
ο ποιητής παλαιότερα Δικταίος Άρης
εκράτησε ως αφιλοκερδής τεχνίτης
στην πενιχρή αθανασία το
τα χρόνια περνούν γρήγορα
και αυτό το βρίσκω πικρό και άδικο
και από το ότι
ο ποιητής παλαιότερα Δικταίος Άρης
εκράτησε ως αφιλοκερδής τεχνίτης
στην πενιχρή αθανασία το
τον άλλοτε σπουδαίο παίκτη
της ποδόσφαιρας
Ηλία υιόν του Υφαντή
-του Ολυμπιακού Πειραιώς-
τονίζοντας τα κάλλη του
και την ευμορφία του
παράλληλα με τον μακαρισμό
ευτυχισμένος (να ‘ν’) ο Πειραιάς
που έχει φορτώσει τόσες απ’ τις ελπίδες του
πάνω σε τέτοια αγόρια
θα υμνήσω και εγώ
με τη φτωχή την πένα μου
τον μοναχικό πλην όμως φιλότιμο χαρακτήρα
του παίκτου της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής
Χρήστο Αρδίζογλου.
Θα υμνήσω
Γιατί το παιδί αυτό
από τις ταπεινές τις γειτονιές του Περισσού
προερχόμενο.
Της Ριζουπόλεως και της Σαφράμπολης.
Ήταν το μόνο από πολλούς άλλους
που παρά την υπεροψία της νεότητάς του
εκράτησεν ενός λεπτού στα μυστικά σιγή
για τους αποχωρήσαντες βετεράνους
που δεν επέτυχαν πολύτιμο γκολ
σε κρίσιμη στιγμή
απορρίπτοντας έτσι ακόμα και τον θάνατο
μια και αγνόησε όλους αυτούς τους αθλητές
που τώρα βρίσκονται στο χώμα.
Θα υμνήσω.
Γιατί το παιδί αυτό
κατεβαίνοντας –όπως προείπα-
από τους καλύτερους αέρηδες,
ήταν το μόνο
που πάντα με εύστροφες κινήσεις
επετύγχανε την εκπόρθηση
της αντίπαλης εστίας
σε ξένα γήπεδα προπάντων
κάνοντας έτσι να ακουστεί ανά την υφήλιο
το όνομα της μικρής πατρίδας μας
ενώ συνάμα εχάριζε
λέγω εχάριζε με την πράξη του αυτή
μια ολοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων
στους αστέγους της πλατείας Ομονοίας
παρά το ότι ετούτο
εστοίχιζε εις τον ίδιο αρκετά
τον έκλεινε μόνο σε ένα σπίτι
αγρίμι τρομαγμένο
που έβλεπε το κορμί του
ακρωτήρι, ερημικό ακρωτήρι.
Ω, δεν ημπορώ να φαντασθώ το γήρας
στα αλογίσια πόδια
του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου.
Δεν ημπορώ να φαντασθώ την ώρα
που τα παπούτσια του θε να κρεμάσει
θα φύγει από τα γήπεδα
θα σταδιοδρομήσει
ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω
και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη
Στην Αταλάντη και πάλι λέγω
όπου το παιδί του μη γνωρίζοντας
από γήπεδα, «αστέγους»,
φιστίκια – αστέρια
στα πανέρια των μικρών του σινεμά
θα γράφει στις εκθέσεις του
«Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα.
Ήρθε στην Αταλάντη
προς αναζήτηση εργασίας
όπου εγεννήθηκα και εγώ».
Τιμή και δόξα
στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου
Που θα σηκώσει για άλλη μια φορά
τελεσίδικα πια
όπως οι τρελοί
τους επιταφίους των νεκροταφείων
την ασήκωτη μοναξιά μας
και θα φύγει.
~
από τη συλλογή Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, Υάκινθος, 1987
πηγή
της ποδόσφαιρας
Ηλία υιόν του Υφαντή
-του Ολυμπιακού Πειραιώς-
τονίζοντας τα κάλλη του
και την ευμορφία του
παράλληλα με τον μακαρισμό
ευτυχισμένος (να ‘ν’) ο Πειραιάς
που έχει φορτώσει τόσες απ’ τις ελπίδες του
πάνω σε τέτοια αγόρια
θα υμνήσω και εγώ
με τη φτωχή την πένα μου
τον μοναχικό πλην όμως φιλότιμο χαρακτήρα
του παίκτου της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής
Χρήστο Αρδίζογλου.
Θα υμνήσω
Γιατί το παιδί αυτό
από τις ταπεινές τις γειτονιές του Περισσού
προερχόμενο.
Της Ριζουπόλεως και της Σαφράμπολης.
Ήταν το μόνο από πολλούς άλλους
που παρά την υπεροψία της νεότητάς του
εκράτησεν ενός λεπτού στα μυστικά σιγή
για τους αποχωρήσαντες βετεράνους
που δεν επέτυχαν πολύτιμο γκολ
σε κρίσιμη στιγμή
απορρίπτοντας έτσι ακόμα και τον θάνατο
μια και αγνόησε όλους αυτούς τους αθλητές
που τώρα βρίσκονται στο χώμα.
Θα υμνήσω.
Γιατί το παιδί αυτό
κατεβαίνοντας –όπως προείπα-
από τους καλύτερους αέρηδες,
ήταν το μόνο
που πάντα με εύστροφες κινήσεις
επετύγχανε την εκπόρθηση
της αντίπαλης εστίας
σε ξένα γήπεδα προπάντων
κάνοντας έτσι να ακουστεί ανά την υφήλιο
το όνομα της μικρής πατρίδας μας
ενώ συνάμα εχάριζε
λέγω εχάριζε με την πράξη του αυτή
μια ολοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων
στους αστέγους της πλατείας Ομονοίας
παρά το ότι ετούτο
εστοίχιζε εις τον ίδιο αρκετά
τον έκλεινε μόνο σε ένα σπίτι
αγρίμι τρομαγμένο
που έβλεπε το κορμί του
ακρωτήρι, ερημικό ακρωτήρι.
Ω, δεν ημπορώ να φαντασθώ το γήρας
στα αλογίσια πόδια
του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου.
Δεν ημπορώ να φαντασθώ την ώρα
που τα παπούτσια του θε να κρεμάσει
θα φύγει από τα γήπεδα
θα σταδιοδρομήσει
ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω
και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη
Στην Αταλάντη και πάλι λέγω
όπου το παιδί του μη γνωρίζοντας
από γήπεδα, «αστέγους»,
φιστίκια – αστέρια
στα πανέρια των μικρών του σινεμά
θα γράφει στις εκθέσεις του
«Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα.
Ήρθε στην Αταλάντη
προς αναζήτηση εργασίας
όπου εγεννήθηκα και εγώ».
Τιμή και δόξα
στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου
Που θα σηκώσει για άλλη μια φορά
τελεσίδικα πια
όπως οι τρελοί
τους επιταφίους των νεκροταφείων
την ασήκωτη μοναξιά μας
και θα φύγει.
~
από τη συλλογή Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, Υάκινθος, 1987
πηγή
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951, αλλά από το 1965 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά και στατιστική. Είναι ένας από τους πρώτους ποιητές της λεγόμενης "ποιητικής Γενιάς του '70". Παράλληλα με την ποίηση γράφει λογοτεχνικές κριτικές και άλλα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1968 με την ποιητική συλλογή «Έβδομη συμφωνία». Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από το 1982, ενώ κατά το διάστημα 1984-1986 υπηρέτησε και ως μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δύο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση.
Τίτλοι βιβλίων: Έβδομη Συμφωνία, 1968. Οκτώ συν ένα εύκολα κομμάτια και η κλεφτουριά του κάτω κόσμου, 1973, εκδόσεις Κούρος. Η θλίψις του προαστίου, 1976, εκδόσεις Κέδρος. Οι πυροτεχνουργοί, 1979, εκδόσεις Εγνατία/Τραμ. Ποιήματα 1968-1976, συγκεντρωτική έκδοση, 1980. Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, 1987, εκδόσεις Υάκινθος. Ποιήματα 1969-1987, συγκεντρωτική έκδοση 1992. Η φοβερή πατρίδα μου, 1994. Μη σκεπάζεις το ποτάμι, 1998, εκδόσεις Κέδρος. Κρυφός Κυνηγός, 2010, εκδόσεις Κέδρος.