Ανέβηκα στο βουνό.
Αύγουστος, κι είχανε μαχαιρώσει
στο μετρό ένα μετανάστη.
Το κεφάλι μου βούιζε σα μηχανή αεροπλάνου.
Το αμάξι ζεστό,
σα μάλλινη σκούφια για το πρόσωπο.
Κλείδωσα και κατέβηκα.
Τα πρώτα βήματα αβέβαια,
συνηθισμένα στο μπετόν.
Οι πέτρες δαρμένες από αέρα και βροχή,
κοφτερές. Παντού κεραμιδί πευκοβελόνες.
Πεύκα: νέα, γέρικα, με αραιά κλαδιά,
με φρέσκα κουκουνάρια.
Έκοψα ένα, νεαρό. Κλειστό
σαν αστακούδι στη φωλιά του
και κυρτό σα δόντι-φυλαχτό.
Μύριζε ρετσίνι, πεύκο, τα παιδικά μου
χρόνια δυνατότητα.
Έφτασα στην άκρη του γκρεμού.
Η πόλη απλωνόταν σαν κουβέρτα,
άχνιζε κάτω απ' τα γκρίζα σύννεφα.
Κλίμακες φωτός σάλευαν αναβοσβήνοντας.
Η ασημένια θάλασσα στο βάθος και το λιμάνι με τα γιγαντιαία του ανοιχτήρια.
Ο ουρανός έβηξε και μια λεπτή βροχή
σα χάδι, μούσκεψε το χώμα,
την μπλούζα, τα μαλλιά μου,
τα σκληρά πλαστικά της πόλης
την πίσσα της πόλης
τα κουτιά, τα πάρκα, τα χαντάκια της πόλης
τα βράχια, τ' αυλάκια στις πέτρες,
τα κλαδιά τα σκασμένα απ' τον ήλιο
τις βελόνες των πεύκων,
τα αγκάθια των βάτων.
Ύστερα σώπασε.
Μύρισα τριγύρω την παιδική
λαχτάρα στα πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη,
τη δίψα να μάθω,
να πάω σχολείο, να τρέξω στο δάσος,
να παίξω, να μάθω
να μάθω, να μάθω, να μάθω.
Πρωτεύουσα του Αφγανιστάν είναι
η Καμπούλ, που σημαίνει Αποδοχή.
Του Πακιστάν, το Ισλαμαμπάντ.
Στο Σουδάν μιλούν πάνω από τετρακόσιες
γλώσσες και διαλέκτους.
Όταν παιδί μου ήρθε η γιαγιά σου από τη
Μικρασία, οι Έλληνες εδώ τους έφτυναν,
τους έδιωχναν σαν ξένους
φωνάζοντας "Τουρκόσποροι".
Το νεαρό κυπαρίσσι δίπλα μου τεντώθηκε.
Είδα ολόγιομους, μικρούς καρπούς
τους έκοψα.
Κατεβαίνοντας προς την πόλη
πέρασα από το κοιμητήριο.
Θέλησα ν' αφήσω ένα σπόρο
στον παππού, που ήταν ποιητής
και στρατιώτης, ιππέας και βιολιστής.
Που έγραφε μ' ένα μολυβάκι τόσο δα
και ξυλιασμένα δάχτυλα
ημερολόγιο μετώπου, μέσα στη σκοροφαγωμένη
κάπα του στην Αλβανία.
Κι ύστερα πολέμησε με το στρατό
και νίκησε. Κι όταν πέθανε βρήκαμε
κασέτες με αντάρτικα μες στη ντουλάπα του.
Μα η ταμπέλα του κοιμητηρίου ήταν
ξεκάθαρη:
Κυριακές και αργίες: ΚΛΕΙΣΤΑ -
ΗΜΕΡΕΣ ΚΥΡΙΟΥ
Αύγουστος, κι είχανε μαχαιρώσει
στο μετρό ένα μετανάστη.
Το κεφάλι μου βούιζε σα μηχανή αεροπλάνου.
Το αμάξι ζεστό,
σα μάλλινη σκούφια για το πρόσωπο.
Κλείδωσα και κατέβηκα.
Τα πρώτα βήματα αβέβαια,
συνηθισμένα στο μπετόν.
Οι πέτρες δαρμένες από αέρα και βροχή,
κοφτερές. Παντού κεραμιδί πευκοβελόνες.
Πεύκα: νέα, γέρικα, με αραιά κλαδιά,
με φρέσκα κουκουνάρια.
Έκοψα ένα, νεαρό. Κλειστό
σαν αστακούδι στη φωλιά του
και κυρτό σα δόντι-φυλαχτό.
Μύριζε ρετσίνι, πεύκο, τα παιδικά μου
χρόνια δυνατότητα.
Έφτασα στην άκρη του γκρεμού.
Η πόλη απλωνόταν σαν κουβέρτα,
άχνιζε κάτω απ' τα γκρίζα σύννεφα.
Κλίμακες φωτός σάλευαν αναβοσβήνοντας.
Η ασημένια θάλασσα στο βάθος και το λιμάνι με τα γιγαντιαία του ανοιχτήρια.
Ο ουρανός έβηξε και μια λεπτή βροχή
σα χάδι, μούσκεψε το χώμα,
την μπλούζα, τα μαλλιά μου,
τα σκληρά πλαστικά της πόλης
την πίσσα της πόλης
τα κουτιά, τα πάρκα, τα χαντάκια της πόλης
τα βράχια, τ' αυλάκια στις πέτρες,
τα κλαδιά τα σκασμένα απ' τον ήλιο
τις βελόνες των πεύκων,
τα αγκάθια των βάτων.
Ύστερα σώπασε.
Μύρισα τριγύρω την παιδική
λαχτάρα στα πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη,
τη δίψα να μάθω,
να πάω σχολείο, να τρέξω στο δάσος,
να παίξω, να μάθω
να μάθω, να μάθω, να μάθω.
Πρωτεύουσα του Αφγανιστάν είναι
η Καμπούλ, που σημαίνει Αποδοχή.
Του Πακιστάν, το Ισλαμαμπάντ.
Στο Σουδάν μιλούν πάνω από τετρακόσιες
γλώσσες και διαλέκτους.
Όταν παιδί μου ήρθε η γιαγιά σου από τη
Μικρασία, οι Έλληνες εδώ τους έφτυναν,
τους έδιωχναν σαν ξένους
φωνάζοντας "Τουρκόσποροι".
Το νεαρό κυπαρίσσι δίπλα μου τεντώθηκε.
Είδα ολόγιομους, μικρούς καρπούς
τους έκοψα.
Κατεβαίνοντας προς την πόλη
πέρασα από το κοιμητήριο.
Θέλησα ν' αφήσω ένα σπόρο
στον παππού, που ήταν ποιητής
και στρατιώτης, ιππέας και βιολιστής.
Που έγραφε μ' ένα μολυβάκι τόσο δα
και ξυλιασμένα δάχτυλα
ημερολόγιο μετώπου, μέσα στη σκοροφαγωμένη
κάπα του στην Αλβανία.
Κι ύστερα πολέμησε με το στρατό
και νίκησε. Κι όταν πέθανε βρήκαμε
κασέτες με αντάρτικα μες στη ντουλάπα του.
Μα η ταμπέλα του κοιμητηρίου ήταν
ξεκάθαρη:
Κυριακές και αργίες: ΚΛΕΙΣΤΑ -
ΗΜΕΡΕΣ ΚΥΡΙΟΥ
Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι μεταφράστρια και ποιήτρια. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε φιλοσοφία και πολιτική θεωρία στο London School of Economics και στο King's College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην δημιουργική γραφή στο πανεπιστήμιο East Anglia. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στη "Νέα Εστία", την "Ποιητική", το "The Books' Journal", το "Poetry International" και το "Poetry Review". Έχει πλούσιο μεταφραστικό έργο από την αγγλική και νορβηγική γλώσσα στην ελληνική, από το οποίο ξεχωρίζουν οι μεταφράσεις τις στα έργα του Τζο Νέσμπο. Έχει τιμηθεί με το κρατικό βραβείο ποίησης του 2018 για την ποιητική συλλογή της Η επιστροφή των νεκρών.
Τίτλοι βιβλίων (Ποιητικές συλλογές): Λονδίνο - Ιστανμπούλ (Πόλις, 2009). Αστικά ερείπια (και αντιπερισπασμοί) (Πόλις, 2013). Η επιστροφή των νεκρών (Πόλις, 2017).
Συνέντευξη της Γλυνιαδάκη Κρυστάλλη στο Lifo.gr (Μερόπη Κοκκίνη)