Στη δύση κιόλας γέρνει το ηλιοτρόπι,
και τη μέρα στο μάτι του γκρεμίζει
που όλο θαμπώνει. Ο θερινός πυκνώνει αέρας
και τα φύλλα, με τον πηχτό μαζί καπνό,
των ναυπηγείων κυρτώνει. Με ξερό ένα κύλισμα
νεφών και τρίξιμο αστροπελεκιών μεγάλο,
το ύστατο τ’ ουρανού παύει παιχνίδι. Ακόμα,
κι από χρόνια, καλή μου, όπως μέσα στο φράγμα
των καραβιιών, προβαίνει το πυκνό κατάρτι,
μας σταματά. Μια είν’ η δική μας πάντα μέρα
και εκείνος ο ήλιος πάντα που μας φεύγει,
με της γλυκιάς αχτίδας του το κρόσι.
Δεν έχω πια αναμνήσεις, δε θέλω να θυμάμαι.
Η μνήμη από το θάνατο γεννιέται.
Η ζωή είναι δίχως τέλος. Κάθε μέρα
είναι δική μας. Μια, θα μείνει όμως για πάντα.
Κι εσύ μ’ εμέ, σαν βρούμε αργά πως είναι.
Εδώ, στου καναλιού την κώχη, με τα πόδια
στην κούνια, το νερό, σαν τα παιδιά κοιτούμε,
με τα πρώτα κλαριά πώχουν γλιστρήσει
στο πράσινό του χρώμα, που σκουραίνει.
Κι ο άνθρωπος, που σωπαίνοντας σιμώνει,
δεν κρύβει μες στη φούχτα το μαχαίρι,
μα ένα λουλούδι μόνο από γεράνι.
~
Μετάφραση: Κούλης Αλέπης
πηγή
Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο (Modica 20 Αυγούστου 1901 - Αμάλφι 14 Ιουνίου 1968) ήταν Ιταλός ποιητής με ελληνική καταγωγή. Η γιαγιά του, το γένος Παπανδρέου, καταγόταν από την Πάτρα. Το 1917 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα, έμεινε σε πολλές ιταλικές πόλεις όπως το Μιλάνο, την Ρώμη, την Φλωρεντία όπου και παντρεύτηκε. Στις πόλεις αυτές γνωρίστηκε και με τους μεγαλύτερους Ιταλούς συγγραφείς της εποχής. Το 1945 έγινε μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνεται και η ενότητα επτά ποιημάτων με τον τίτλο "Dalla Grecia" ("Από την Ελλάδα"), από μια ταξιδιωτική περιήγησή του στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1956. Το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας ενώ κέρδισε και τα βραβεία Premio San Babila (1950), Premio Etna-Taormina (1953), Premio Viareggio (1958). Πολλά βιβλία του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν και στα ελληνικά. Πέθανε το 1968 από εγκεφαλική αιμορραγία.
και τη μέρα στο μάτι του γκρεμίζει
που όλο θαμπώνει. Ο θερινός πυκνώνει αέρας
και τα φύλλα, με τον πηχτό μαζί καπνό,
των ναυπηγείων κυρτώνει. Με ξερό ένα κύλισμα
νεφών και τρίξιμο αστροπελεκιών μεγάλο,
το ύστατο τ’ ουρανού παύει παιχνίδι. Ακόμα,
κι από χρόνια, καλή μου, όπως μέσα στο φράγμα
των καραβιιών, προβαίνει το πυκνό κατάρτι,
μας σταματά. Μια είν’ η δική μας πάντα μέρα
και εκείνος ο ήλιος πάντα που μας φεύγει,
με της γλυκιάς αχτίδας του το κρόσι.
Δεν έχω πια αναμνήσεις, δε θέλω να θυμάμαι.
Η μνήμη από το θάνατο γεννιέται.
Η ζωή είναι δίχως τέλος. Κάθε μέρα
είναι δική μας. Μια, θα μείνει όμως για πάντα.
Κι εσύ μ’ εμέ, σαν βρούμε αργά πως είναι.
Εδώ, στου καναλιού την κώχη, με τα πόδια
στην κούνια, το νερό, σαν τα παιδιά κοιτούμε,
με τα πρώτα κλαριά πώχουν γλιστρήσει
στο πράσινό του χρώμα, που σκουραίνει.
Κι ο άνθρωπος, που σωπαίνοντας σιμώνει,
δεν κρύβει μες στη φούχτα το μαχαίρι,
μα ένα λουλούδι μόνο από γεράνι.
~
Μετάφραση: Κούλης Αλέπης
πηγή
Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο (Modica 20 Αυγούστου 1901 - Αμάλφι 14 Ιουνίου 1968) ήταν Ιταλός ποιητής με ελληνική καταγωγή. Η γιαγιά του, το γένος Παπανδρέου, καταγόταν από την Πάτρα. Το 1917 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα, έμεινε σε πολλές ιταλικές πόλεις όπως το Μιλάνο, την Ρώμη, την Φλωρεντία όπου και παντρεύτηκε. Στις πόλεις αυτές γνωρίστηκε και με τους μεγαλύτερους Ιταλούς συγγραφείς της εποχής. Το 1945 έγινε μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνεται και η ενότητα επτά ποιημάτων με τον τίτλο "Dalla Grecia" ("Από την Ελλάδα"), από μια ταξιδιωτική περιήγησή του στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1956. Το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας ενώ κέρδισε και τα βραβεία Premio San Babila (1950), Premio Etna-Taormina (1953), Premio Viareggio (1958). Πολλά βιβλία του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν και στα ελληνικά. Πέθανε το 1968 από εγκεφαλική αιμορραγία.