το κατάλαβα από το πώς ο γάτος μαζευόταν,
από τον τρόπο που τέντωνε τα αυτιά του,
ότι ήταν παλαβός για θήραμα·
κι όταν το αμάξι μου πλησίασε,
σηκώθηκε στο λυκόφως
και το ’σκασε,
μ’ ένα πουλί στο στόμα,
ένα πουλί πολύ μεγάλο, γκρι,
από τον τρόπο που τέντωνε τα αυτιά του,
ότι ήταν παλαβός για θήραμα·
κι όταν το αμάξι μου πλησίασε,
σηκώθηκε στο λυκόφως
και το ’σκασε,
μ’ ένα πουλί στο στόμα,
ένα πουλί πολύ μεγάλο, γκρι,
με τα φτερά κρεμασμένα σαν τη διαλυμένη αγάπη,
τους κυνόδοντες μπηγμένους μέσα του,
είχε ακόμα ζωή,
μα όχι πολλή,
όχι πάρα πολλή.
το διαλυμένο πουλί της αγάπης
ο γάτος περπατά στο μυαλό μου
και δεν μπορώ να τον διώξω:
το τηλέφωνο χτυπά,
απαντώ σε μια φωνή,
αλλά τον βλέπω ξανά και ξανά,
και τα κρεμασμένα τα φτερά
τα κρεμασμένα γκρι φτερά,
κι αυτό το πράμα να το κρατά
ένα κεφάλι που δε γνωρίζει έλεος·
είναι ο κόσμος, είναι δικός μας·
κατεβάζω το ακουστικό
και το δωμάτιο σαν γάτα
με στριμώχνει
και θα ούρλιαζα,
μα κάπου τους κλείνουν τους ανθρώπους
που ουρλιάζουν·
κι ο γάτος περπατά
ο γάτος περπατά για πάντα
στο μυαλό μου.
τους κυνόδοντες μπηγμένους μέσα του,
είχε ακόμα ζωή,
μα όχι πολλή,
όχι πάρα πολλή.
το διαλυμένο πουλί της αγάπης
ο γάτος περπατά στο μυαλό μου
και δεν μπορώ να τον διώξω:
το τηλέφωνο χτυπά,
απαντώ σε μια φωνή,
αλλά τον βλέπω ξανά και ξανά,
και τα κρεμασμένα τα φτερά
τα κρεμασμένα γκρι φτερά,
κι αυτό το πράμα να το κρατά
ένα κεφάλι που δε γνωρίζει έλεος·
είναι ο κόσμος, είναι δικός μας·
κατεβάζω το ακουστικό
και το δωμάτιο σαν γάτα
με στριμώχνει
και θα ούρλιαζα,
μα κάπου τους κλείνουν τους ανθρώπους
που ουρλιάζουν·
κι ο γάτος περπατά
ο γάτος περπατά για πάντα
στο μυαλό μου.