1
Η Κόλαση πάντ' άγρυπνη σου στήθηκε τριγύρου·
Αλλά δεν έχει δύναμη πάρεξ μακριά και πέρα
Μακριά 'πό την Παράδεισο, και συ σ' εσέ 'χεις μέρος·
Μέσα στα στήθια σου τ' ακούς, Καλέ, να λαχταρίζει;
2
Κοιτάς του ρόδου τη λαμπρή πρώτη χαρά του ήλιου,
Ναι πρώτη, αλλ' όμως δεύτερη από το πρόσωπό σου!
3
«Χιλιάδες άστρα στο λουτρό μ' εμέ να στείλ' η νύχτα!»
4
«Γελάς και συ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο».
5
«Κοντά 'ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
Π' άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
Και κει γρικά της θάλασσας και τ' ουρανού τα κάλλη,
Και κει τραβά τον ήχο του μ' όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά 'δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
Και τ' άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλει
Πουλί πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
Ευτυχισμός α δεν είναι το θαύμα της φωνής σου,
Καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό, κανένα.
Αλλ' αχ! να δώσω μια πλεξιά, και να 'μαι και φθασμένος,
Ακόμ', αφρέ μου, να βαστάς, και να 'μαι γυρισμένος,
με δύο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου».
6
«Φιλώ τα χέρια μ' και γλυκά το στήθος μ' αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»
7
Φύση, χαμόγελ' άστραψες κι εγίνηκες δική του·
Ελπίδα, τόδεσες το νου μ' όλα τα μάγια πόχεις·
Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί.......
Κοντά 'ναι κει στον νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.
Κι αλιά! μακριά 'ναι το σπαθί, μακριά 'ναι το τουφέκι!
Αλλ' όπως έσχισ' εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε.
Κι όρμησε.....
Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
Κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
Κατά τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης.
Έτσι κι ο νιος.....
Της φύσης από τς όμορφες και δυνατές αγκάλες,
Οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,-
Κι ευθύς ξυπνά στ' ελεύθερο γυμνό κορμί π' αστράφτει,
Την τέχνη του κολυμπιστή μ' αυτήν του πολεμάρχου.
8
Πριν πάψ' η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει·
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του·
Οι κόσμοι γύρου ν' άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
.................................................................
Απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης,
Άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.
~
Απ. 1. Η Κόλαση· γενικά η δύναμη του κακού. Η Παράδεισος: η ψυχή, ο ψυχικός πλούτος του ανθρώπου. Και συ σ' εσέ 'χεις μέρος· κι εσύ έχεις μέσα σου ένα μέρος από τον παράδεισο.
Απ. 3, 4, 5. Τα αποσπάσματα αποδίδονται στον κολυμβητή «εις τη στιγμή οπού λατρεύει τις ομορφιές της φύσης ολίγο πριν απαντήσει το τέρας του πελάγου» (Πολυλάς).
Απ. 6. Και αυτό το απόσπασμα αποδίδεται στον κολυμβητή και εκφράζει στιγμή άκρας ευδαιμονίας. Οι στίχοι είναι μεμονωμένοι.
- Το ποίημα έχει ως αφετηρία ένα περιστατικό που συνέβη στην Κέρκυρα τον Ιούλιο του 1847: Ένας πόρφυρας (καρχαρίας) κατασπάραξε ένα νεαρό Άγγλο στρατιώτη που κολυμπούσε. Ο ποιητής θέλησε να αποδώσει με τον τρόπο του το τραγικό γεγονός. Τελικά το ποίημα έμεινε αποσπασματικό. Για την παρακολούθησή του βασιζόμαστε σε πληροφορίες που μας δίνει ο Πολυλάς. Παρά τις κάποιες δυσκολίες που παρουσιάζει το έργο σε ορισμένα σημεία, η ποιητική έκφραση είναι καθαρή και δείχνει την υψηλή ποιότητα του σολωμικού λόγου.
πηγή
Η Κόλαση πάντ' άγρυπνη σου στήθηκε τριγύρου·
Αλλά δεν έχει δύναμη πάρεξ μακριά και πέρα
Μακριά 'πό την Παράδεισο, και συ σ' εσέ 'χεις μέρος·
Μέσα στα στήθια σου τ' ακούς, Καλέ, να λαχταρίζει;
2
Κοιτάς του ρόδου τη λαμπρή πρώτη χαρά του ήλιου,
Ναι πρώτη, αλλ' όμως δεύτερη από το πρόσωπό σου!
3
«Χιλιάδες άστρα στο λουτρό μ' εμέ να στείλ' η νύχτα!»
4
«Γελάς και συ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο».
5
«Κοντά 'ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
Π' άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
Και κει γρικά της θάλασσας και τ' ουρανού τα κάλλη,
Και κει τραβά τον ήχο του μ' όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά 'δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
Και τ' άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλει
Πουλί πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
Ευτυχισμός α δεν είναι το θαύμα της φωνής σου,
Καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό, κανένα.
Αλλ' αχ! να δώσω μια πλεξιά, και να 'μαι και φθασμένος,
Ακόμ', αφρέ μου, να βαστάς, και να 'μαι γυρισμένος,
με δύο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου».
6
«Φιλώ τα χέρια μ' και γλυκά το στήθος μ' αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»
7
Φύση, χαμόγελ' άστραψες κι εγίνηκες δική του·
Ελπίδα, τόδεσες το νου μ' όλα τα μάγια πόχεις·
Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί.......
Κοντά 'ναι κει στον νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.
Κι αλιά! μακριά 'ναι το σπαθί, μακριά 'ναι το τουφέκι!
Αλλ' όπως έσχισ' εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε.
Κι όρμησε.....
Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
Κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
Κατά τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης.
Έτσι κι ο νιος.....
Της φύσης από τς όμορφες και δυνατές αγκάλες,
Οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,-
Κι ευθύς ξυπνά στ' ελεύθερο γυμνό κορμί π' αστράφτει,
Την τέχνη του κολυμπιστή μ' αυτήν του πολεμάρχου.
8
Πριν πάψ' η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει·
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του·
Οι κόσμοι γύρου ν' άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
.................................................................
Απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης,
Άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.
~
Απ. 1. Η Κόλαση· γενικά η δύναμη του κακού. Η Παράδεισος: η ψυχή, ο ψυχικός πλούτος του ανθρώπου. Και συ σ' εσέ 'χεις μέρος· κι εσύ έχεις μέσα σου ένα μέρος από τον παράδεισο.
Απ. 3, 4, 5. Τα αποσπάσματα αποδίδονται στον κολυμβητή «εις τη στιγμή οπού λατρεύει τις ομορφιές της φύσης ολίγο πριν απαντήσει το τέρας του πελάγου» (Πολυλάς).
Απ. 6. Και αυτό το απόσπασμα αποδίδεται στον κολυμβητή και εκφράζει στιγμή άκρας ευδαιμονίας. Οι στίχοι είναι μεμονωμένοι.
- Το ποίημα έχει ως αφετηρία ένα περιστατικό που συνέβη στην Κέρκυρα τον Ιούλιο του 1847: Ένας πόρφυρας (καρχαρίας) κατασπάραξε ένα νεαρό Άγγλο στρατιώτη που κολυμπούσε. Ο ποιητής θέλησε να αποδώσει με τον τρόπο του το τραγικό γεγονός. Τελικά το ποίημα έμεινε αποσπασματικό. Για την παρακολούθησή του βασιζόμαστε σε πληροφορίες που μας δίνει ο Πολυλάς. Παρά τις κάποιες δυσκολίες που παρουσιάζει το έργο σε ορισμένα σημεία, η ποιητική έκφραση είναι καθαρή και δείχνει την υψηλή ποιότητα του σολωμικού λόγου.
πηγή
Ο Διονύσιος Σολωμός (Ζάκυνθος, 1798 − Κέρκυρα, 1857) ήταν ποιητής, πιο πολύ γνωστός για τη συγγραφή του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», οι πρώτες δύο στροφές του οποίου έγιναν ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας και ύστερα της Κύπρου. Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, όχι μόνο γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και διότι αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε το δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της. Σύμφωνα με τις απόψεις του δημιουργούσε «από το ρομαντισμό μαζί με το κλασικισμό ένα [...]είδος μικτό, αλλά νόμιμο[...]». Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτε δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «...(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε». Η ημερομηνία θανάτου του (9 Φεβρουαρίου) έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας. [Βιογραφία]