Πόσο νωρίς φεύγει το φως απ’ τη ζωή μας αδερφέ μου…
Μέσα απ’ τ’ αλλεργικά μας βλέφαρα
αργά στα νύχια πατάει η ζωή
μπας και την πάρουμε πρέφα
μακραίνει χάνεται… κοίτα έγινε κουκίδα στρίβει γωνία… πάει…
Σκοτεινιάααα!!
Αρνητικά φωτογραφίας κοιτάω και είναι λέει άνθρωποι
κόκκινα φωτιά τα μάτια τους παγιδευμένων λύκων
Μέσα απ’ τ’ αλλεργικά μας βλέφαρα
αργά στα νύχια πατάει η ζωή
μπας και την πάρουμε πρέφα
μακραίνει χάνεται… κοίτα έγινε κουκίδα στρίβει γωνία… πάει…
Σκοτεινιάααα!!
Αρνητικά φωτογραφίας κοιτάω και είναι λέει άνθρωποι
κόκκινα φωτιά τα μάτια τους παγιδευμένων λύκων
νύχια δανεικά – πως τους κατάντησαν έτσι – ξένες μασέλες
βδέλλες κολλάνε στο λαρύγγι μας τραβάνε τα κουμπιά μας
μπας και τη βγάλουνε λιγάκι ακόμα.
Είναι εκείνοι του τραίνου – τους θυμάμαι καλά –
που όταν κανονίσαμε το πρώτο μας όνειρο να πάμε εκδρομή
μας πέταξαν στις τεντωμένες ράγες του ηλεκτρικού
σαν άδεια σακιά σ’ αφύλαχτη διάβαση
για υπερβάλον βάρος.
Όσοι «ζήσαμε» γραμμένο με εισαγωγικά
χιλιάδες κάνες κεντράρουνε πάνω μας
απ’ την ταράτσα του ΟΤΕ
κρύο κρύο και μελό με το μακό μας φανελάκι
κάνουμε τάχα πως έχουμε παλτό
κι ένα – είδες – όλοι μας τόχουμε –
βυσινιό νεύρο κάτω απ’ το μάτι μας βαράει ακόμα.
Πόσο ακριβή είν’ αδερφέ μου η ζωή
πόσο φτηνήνανε τα είδη κουράγιο ρε.
Μερικές φορές – μα δεν το βάζω κάτω –
έρχονται τούμπα τα αντικαταθλιπτικά
και γέρνει η παλάτζα
δεν έχει άλλο μπρος
σκύβω τότε και παίρνω στα δόντια μου
το ματωμένο μου μυαλό και πάω πίσω πίσω
γυρίζω πίσω να σωθώ
κι ύστερα δε βρίσκω το δρόμο
γιατί και κει είναι σκατά – σα να μην τόξερα –
παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας
τρομάζω τα χάνω με το παραμικρό δεν έχω που να πάω
μονάχα η πόρτα της ΥΠΕΡΑΓΟΡΑΣ είν’ ανοιχτή
και χώνομαι μέσα
κοιτάω σαν αρπαχτικό που πάνε τα λεφτά
και την αξία χρήσης
Ντελίριουμ Τρέμενς το λεν’ αυτοί ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΕΨΩ
Βάζω τότε μπροστά όλα τα στερεοφωνικά να παίζουν μαζεμένα
κάθε μάρκα κι άλλο σκοπό
και τα μεγάφωνα στο φουλ να σπάσουνε τ’ αφτιά τους
κι ύστερα μ’ ένα Σίγγερ ψαλιδάκι καλό
κόβω γύρω γύρω το στόμα τους το μεγαλώνω
κολλάω κει πάνω την ψυχή μου φιλί του θανάτου
και μέσα τους αδειάζω τα ψυχοφάρμακα
τα φαρμακεία τους και τους φαρμακοποιούς τους μαζί
Θάνατος στο Βυζάντιο σιχτίρ οι δυναστείες
το διάφραγμα της φίλης μου τις ειρηνικές επεμβάσεις
οι πουλημένες τραβηχτικές Kodak και Γ. Σταύρου
να πάνε να πεθάνουν
Θάνατος στους Αθάνατους
μαύρες σημαίες και κόκκινο το φως ανοίγει
– Θ’ ΑΝΟΙΞΕΙ – ο δρόμος το στόμα
τα μάτια η καρδιά και το μυαλό.
Έτσι να κάνουμε θα πέσει η πόρτα.
Κι η μηχανή με το αρχαίο φιλμ. Μη. Μη συνέχεια οι άνθρωποι
μαύρα αρνητικά και μεις ΚΑΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ.
βδέλλες κολλάνε στο λαρύγγι μας τραβάνε τα κουμπιά μας
μπας και τη βγάλουνε λιγάκι ακόμα.
Είναι εκείνοι του τραίνου – τους θυμάμαι καλά –
που όταν κανονίσαμε το πρώτο μας όνειρο να πάμε εκδρομή
μας πέταξαν στις τεντωμένες ράγες του ηλεκτρικού
σαν άδεια σακιά σ’ αφύλαχτη διάβαση
για υπερβάλον βάρος.
Όσοι «ζήσαμε» γραμμένο με εισαγωγικά
χιλιάδες κάνες κεντράρουνε πάνω μας
απ’ την ταράτσα του ΟΤΕ
κρύο κρύο και μελό με το μακό μας φανελάκι
κάνουμε τάχα πως έχουμε παλτό
κι ένα – είδες – όλοι μας τόχουμε –
βυσινιό νεύρο κάτω απ’ το μάτι μας βαράει ακόμα.
Πόσο ακριβή είν’ αδερφέ μου η ζωή
πόσο φτηνήνανε τα είδη κουράγιο ρε.
Μερικές φορές – μα δεν το βάζω κάτω –
έρχονται τούμπα τα αντικαταθλιπτικά
και γέρνει η παλάτζα
δεν έχει άλλο μπρος
σκύβω τότε και παίρνω στα δόντια μου
το ματωμένο μου μυαλό και πάω πίσω πίσω
γυρίζω πίσω να σωθώ
κι ύστερα δε βρίσκω το δρόμο
γιατί και κει είναι σκατά – σα να μην τόξερα –
παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας
τρομάζω τα χάνω με το παραμικρό δεν έχω που να πάω
μονάχα η πόρτα της ΥΠΕΡΑΓΟΡΑΣ είν’ ανοιχτή
και χώνομαι μέσα
κοιτάω σαν αρπαχτικό που πάνε τα λεφτά
και την αξία χρήσης
Ντελίριουμ Τρέμενς το λεν’ αυτοί ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΕΨΩ
Βάζω τότε μπροστά όλα τα στερεοφωνικά να παίζουν μαζεμένα
κάθε μάρκα κι άλλο σκοπό
και τα μεγάφωνα στο φουλ να σπάσουνε τ’ αφτιά τους
κι ύστερα μ’ ένα Σίγγερ ψαλιδάκι καλό
κόβω γύρω γύρω το στόμα τους το μεγαλώνω
κολλάω κει πάνω την ψυχή μου φιλί του θανάτου
και μέσα τους αδειάζω τα ψυχοφάρμακα
τα φαρμακεία τους και τους φαρμακοποιούς τους μαζί
Θάνατος στο Βυζάντιο σιχτίρ οι δυναστείες
το διάφραγμα της φίλης μου τις ειρηνικές επεμβάσεις
οι πουλημένες τραβηχτικές Kodak και Γ. Σταύρου
να πάνε να πεθάνουν
Θάνατος στους Αθάνατους
μαύρες σημαίες και κόκκινο το φως ανοίγει
– Θ’ ΑΝΟΙΞΕΙ – ο δρόμος το στόμα
τα μάτια η καρδιά και το μυαλό.
Έτσι να κάνουμε θα πέσει η πόρτα.
Κι η μηχανή με το αρχαίο φιλμ. Μη. Μη συνέχεια οι άνθρωποι
μαύρα αρνητικά και μεις ΚΑΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ.
Η Κατερίνα Γώγου (Αθήνα 1940 - Αθήνα 1993) ήταν ποιήτρια και ηθοποιός.
Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία, εργάστηκε σε παιδικούς θιάσους και στον
κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς. Η μεγάλη της αγάπη,
όμως, ήταν η ποίηση. Η βαθιά πολιτική στάση της, η αναρχική της διάθεση
και οι κοινωνικές ανησυχίες της διαπερνούν ολόκληρη την ποιητική της
παραγωγή, που ξεκίνησε το 1978 και ολοκληρώθηκε το 2002, με τη
μεταθανάτια έκδοση του «Με λένε Οδύσσεια». Το πρώτο της βιβλίο με
ποιήματα ήταν το "Τρία κλικ αριστερά" και βγήκε το 1978. Έβγαλε επίσης
τα βιβλία "Ιδιώνυμο"(1980)," Το ξύλινο παλτό" (1982), "Απόντες" (1986),"
Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών"(1988), "Νόστος" (1990) και "Με λένε
Οδύσσεια" (2002, μεταθανάτια έκδοση). Από την εξωστρέφεια που
χαρακτηρίζει τις τρεις πρώτες ποιητικές της συλλογές, το 1986 και ύστερα
μεταβαίνει σε ηπιότερους εσωστρεφείς τόνους. Τότε η ποίησή της ωριμάζει
και γίνεται πιο δραματική. Ποιήματα της Κατερίνας Γώγου έχουν
μελοποιήσει μεταξύ άλλων, ο Κυριάκος Σφέτσας, ο Πάνος Κατσιμίχας, ο
Κωνσταντίνος Βήτα, ο Ηλίας Λιούγκος, ο Παντελής Θεοχαρίδης και ο Τάσος
Ρωσόπουλος. Στις 3 Οκτωβρίου του 1993 η Κατερίνα Γώγου βρέθηκε νεκρή στο
παλιό διαμέρισμα της μητέρας της, όπου είχε αποσυρθεί. Η αιτία του
θανάτου της ήταν ένα «κοκτέιλ» χαπιών και αλκοόλ. [Βιογραφία]