Με γλυκές γλυκές κουβέντες
ενυχτώθηκα μια μέρα
σ΄ ένα σπίτι φιλικό,
και να φύγω δεν μπορούσα,
τι χαλάζι! τι αέρας!
τι κακό εξαφνικό!
Μούδωσαν ένα κρεβάτι
που ντρεπόμουν να πλαγιάσω,
τι κρεβάτι ευγενικό!
τι ωραία κουνουπιέρα!
τι σεντόνια! τι μεγάλο!
τι ζεστό! τι μαλακό!
ενυχτώθηκα μια μέρα
σ΄ ένα σπίτι φιλικό,
και να φύγω δεν μπορούσα,
τι χαλάζι! τι αέρας!
τι κακό εξαφνικό!
Μούδωσαν ένα κρεβάτι
που ντρεπόμουν να πλαγιάσω,
τι κρεβάτι ευγενικό!
τι ωραία κουνουπιέρα!
τι σεντόνια! τι μεγάλο!
τι ζεστό! τι μαλακό!
Πλάγιασα το κάτω κάτω,
κ΄ ελογάριαζα ο καημένος
πως θα κοιμηθώ καλά,
όταν έξαφνα με πιάνει
μια φαγούρα, που πετιούμαι
πέντε πιθαμές ψηλά!
Σαν να μούπιναν το αίμα
χίλιοι ψύλλοι, χίλιες σκνίπες,
και κουνούπια και κοριοί,
τι να κάμω, τι να γίνω,
πού να φύγω, πού να μείνω,
τι κατάρα, τι οργή!
Τι τους έκαμα, τι θέλουν –
συλλογίστηκα· μου φάνη
η αιτία φυσική :
Τούτοι όλοι οι διαβόλοι
που με πολεμούνε τόσο
ίσως θάναι αρσενικοί.
Κ΄ επειδ΄ είναι μαθημένοι
κάθε βράδυ να θαυμάζουν
κοριτσίστικο κορμί,
εθυμώθησαν οι φίλοι,
και τα γένεια μου θα είναι
του θυμού των αφορμή.
Πάλι κύτταζα το στρώμα
και δεν έβρισκα κανένα...
δεν ηξεύρω τι να πω...
Είδα πως κανείς δεν φταίει,
τη φαγούρα πως την έχει
το κρεβάτι μοναχό...
Φίλοι μου, σας εξορκίζω,
αν και τύχει στη ζωή σας
να πλαγιάσετε αλλού,
ο Θεός να σας φυλάξει
να μη κοιμηθείτε, όχι, –
σε κρεβάτι κοριτσιού.-
~
Ημερολόγιον Σκόκου, Τόμος 23 (1908), σ. 320.
πηγή
Ο Δημήτριος Καμπούρογλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε σε υψηλό πνευματικό περιβάλλον, καθώς και η μητέρα του ήταν εξαιρετικά μορφωμένη για την εποχή. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άσκησε στη δικηγορία για δεκαπέντε χρόνια. Στη συνέχεια εργάστηκε στο δημόσιο τομέα [Πρωτοδικείο Αθηνών (1872-1873), Αρχαιολογική Εταιρεία, Εθνική Βιβλιοθήκη, της οποίας διετέλεσε και διευθυντής (1904-1917)]. Ασχολήθηκε παράλληλα με τη δημοσιογραφία. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς του συγκέντρωσε ιστορικό και χρονογραφικό υλικό για την Αθήνα, επανέκδωσε το ιδρυμένο από τον πατέρα του περιοδικό Εβδομάς, του οποίου ανέλαβε και τη διεύθυνση (1884-1886) και κυκλοφόρησε το λαογραφικό περιοδικό Δίπυλον (1910-1912). Τιμήθηκε με το κρατικό Αριστείο των Γραμμάτων (1923) και υπήρξε μέλος (από το 1927) και πρόεδρος (1934) της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1932 γιόρτασε τα πενήντα χρόνια της φιλολογικής του δραστηριότητας στο σύλλογο Παρνασσός. Πέθανε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1872, φοιτητής ακόμη, με την υποβολή της κωμωδίας του Ευσυνειδησία και Ασυνειδησία στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, στον οποίο βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο για την ποιητική συλλογή Η φωνή της καρδιάς μου. Ακολούθησαν πολλές δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων του, με τα οποία κάλυψε πολλούς τομείς του γραπτού λόγου. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της λεγόμενης γενιάς του 1880. Στο σύνολο του έργου του κυριαρχεί η πρόθεσή του να καταγράψει την ιστορία της Αθήνας, για την οποία έτρεφε βαθιά αγάπη, και να αναδείξει μέσω του λόγου του την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού στο πέρασμα των αιώνων. Για το λόγο αυτό στράφηκε τόσο στην ιστορική και λαογραφική μελέτη του παρελθόντος, κυρίως της περιόδου της τουρκοκρατίας, όσο και στην παρατήρηση της σύγχρονής του πραγματικότητας με έμφαση στα λαϊκά κοινωνικά στρώματα. Στον τομέα της γλώσσας κινήθηκε στα πλαίσια μιας συγκρατημένης δημοτικιστικής έκφρασης. πηγή - εργογραφία