Ήσουνα συ
σαν κι εμένα:
ρούχα φρεσκοπλυμένα, παπούτσια καινούργια.
Ω, Κυριακάδες γλυκές.
Άλλαξε πολλές φορές έκφραση η μάνα σου
καθώς ήσουνα βρέφος
και νεαρούλης.
Τώρα γνωρίζεις
τη φριχτή στιγμή,
την ανάσα τη στερνή.
Ίσως
να είδες μ’ άλληνε ματιά
ΤΟΥΤΑ τα ενδύματα, ΤΟΥΤΟ τον μανδύα
καημένο πνεύμα
καθώς τρέμεις απάνω απ’ τα ίδια σου τα λείψανα
με τα χείλια ακόμα ανοιγμένα
στο γέλιο
ζωντανού νεαρού.
Μα εγώ
που καλά γνωρίζω το παιχνίδι
δεν ξέρω πώς να σε σκεπάσω με άνθη…
Είναι γελοίο!
Είναι σίγουρα ένα αστείο.
Δεν κρατώ από σένα
εικόνες πόνου.
Συ γελάς, γελάς
μες στην μνήμη μου.
Θα ψάξω
μες στο νερό, στα βράχια ανάμεσα,
το πρόσωπό σου το νεκρικό.
Μα πιστεύω
πως δε θα το βρω.
Συ δεν ακούς
τις καμπάνες να χτυπούνε
κι η φωνή σου του πρόσχαρου φίλου
δε γνωρίζει
πως η σιωπή σε καλεί.
σαν κι εμένα:
ρούχα φρεσκοπλυμένα, παπούτσια καινούργια.
Ω, Κυριακάδες γλυκές.
Άλλαξε πολλές φορές έκφραση η μάνα σου
καθώς ήσουνα βρέφος
και νεαρούλης.
Τώρα γνωρίζεις
τη φριχτή στιγμή,
την ανάσα τη στερνή.
Ίσως
να είδες μ’ άλληνε ματιά
ΤΟΥΤΑ τα ενδύματα, ΤΟΥΤΟ τον μανδύα
καημένο πνεύμα
καθώς τρέμεις απάνω απ’ τα ίδια σου τα λείψανα
με τα χείλια ακόμα ανοιγμένα
στο γέλιο
ζωντανού νεαρού.
Μα εγώ
που καλά γνωρίζω το παιχνίδι
δεν ξέρω πώς να σε σκεπάσω με άνθη…
Είναι γελοίο!
Είναι σίγουρα ένα αστείο.
Δεν κρατώ από σένα
εικόνες πόνου.
Συ γελάς, γελάς
μες στην μνήμη μου.
Θα ψάξω
μες στο νερό, στα βράχια ανάμεσα,
το πρόσωπό σου το νεκρικό.
Μα πιστεύω
πως δε θα το βρω.
Συ δεν ακούς
τις καμπάνες να χτυπούνε
κι η φωνή σου του πρόσχαρου φίλου
δε γνωρίζει
πως η σιωπή σε καλεί.