Ο Άγγλος μαθηματικός και μυθιστοριογράφος Λιούις Κάρολ είναι ιδιαίτερα γνωστός από το βιβλίο του «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» (1865) και τη συνέχειά τoυ, «Μέσ' από τον Καθρέφτη και τί βρήκε η Αλίκη εκεί» (1871), τα οποία αγαπήθηκαν εξίσου από παιδιά και μεγάλους. Το ποίημά του «Το Κυνήγι του Φιρχαρία» («The Hunting of the Snark», 1876) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα λογοτεχνικής παραδοξολογίας (literary nonsense). O Τσαρλς Λάτουιτζ Ντότζσον (Charles Lutwidge Dodgson), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο Ντάρσμπερι της βορειοδυτικής Αγγλίας στις 27 Ιανουαρίου 1832.
Ήταν το τρίτο από τα έντεκα παιδιά του αιδεσιμότατου Τσαρλς Ντότζσον και της παπαδιάς του Φράνσις Τζέιν Λάτουιτζ. Ο Ντότζσον κατέληξε στο ψευδώνυμο Λιούις Κάρολ αποδίδοντας το πραγματικό του όνομα Charles Lutwidge στα λατινικά ως Carolus Ludovicus και στην συνέχεια το αντέστρεψε και το μετέφρασε στα Αγγλικά ως Lewis Carroll. Από τότε χρησιμοποιούσε αυτό το όνομα για όλα τα μη ακαδημαϊκά του έργα.
Ο νεαρός Τσαρλς έμαθε τα πρώτα γράμματα κατ’ οίκον από τον πατέρα του και από τα 12 έως τα 18 του χρόνια φοίτησε στα σχολεία Ρίτσμοντ (1844-1845) και Ράγκμπι (1846-1850). Τα τέσσερα χρόνια στο Ράγκμπι δεν του ήταν καθόλου ευχάριστα, επειδή υπέστη αρκετή κακομεταχείριση και πέρασε πολλές αρρώστιες, μια από τις οποίες τον άφησε κουφό από το ένα αφτί.
Μετά το πέρας της φοίτησής του προετοιμάστηκε για ένα χρόνο από τον πατέρα του για ανώτερες σπουδές. Στο διάστημα αυτό γράφτηκε στο κολλέγιο Κράιστ Τσερτς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και από τον Ιανουάριο του 1851 έμενε στο κτίριο του κολεγίου. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στα μαθηματικά και τα κλασικά γράμματα και τον Δεκέμβριο του 1854 πήρε το πτυχίο του. Το 1855 ονομάστηκε «εταίρος» και άρχισε να διδάσκει μαθηματικά ως επιμελητής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι την παραίτησή του το 1881.
Για να διατηρήσει όμως την θέση του «εταίρου» εκείνη την εποχή, έπρεπε να παραμείνει άγαμος και να ενταχθεί στον ιερατικό κλάδο. Έτσι, στις 22 Δεκεμβρίου 1861, χειροτονήθηκε διάκονος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Εάν συνέχιζε τη σταδιοδρομία αυτή και γινόταν ιερέας, τότε θα μπορούσε να παντρευτεί και το κολλέγιο θα του ανέθετε κάποια ενορία. Αισθανόταν όμως ότι η δουλειά αυτή δεν τον εξέφραζε και παρότι του δόθηκε η ευκαιρία να παντρευτεί, αυτός αποφάσισε να παραμείνει ανύπαντρος, πράγμα που δεν τον δυσαρεστούσε ιδιαίτερα.
Από μικρός είχε δείξει την ικανότητά του να σκαρώνει διάφορα παιγνίδια για να διασκεδάζει τα μικρά του αδέλφια. Έτσι θυμήθηκε την παλιά του τέχνη και άρχισε να ψυχαγωγεί τα νεαρά κορίτσια του κοσμήτορα του κολλεγίου Χένρι Τζορτζ Λίντελ, την Αλίκη, την Λορίνα και την Έντιθ. Η εγγενής βραδυγλωσσία του τον βοηθούσε να προσεγγίζει με ευκολία και να γίνεται φίλος με τα μικρά παιδιά. Την ίδια περίοδο διασκέδαζε τα παιδιά του συγγραφέα Τζορτζ ΜακΝτόναλντ και του ποιητή λόρδου Τένισον.
Η Αλίκη με τις δύο αδελφές της επισκέπτονταν συχνά τον νεαρό επιμελητή μαθηματικών στο διαμέρισμά του στο κολλέγιο, συνοδευόμενα, όπως ήταν πρέπον, από την γκουβερνάντα τους Μις Πρίκετ, που έδωσε και το πρότυπο της Κόκκινης Βασίλισσας στο μυθιστόρημά του «Μέσ' από τον Καθρέφτη και τί βρήκε η Αλίκη εκεί».
Στις 4 Ιουλίου 1862, ο Ντότζσον και ο φίλος του Ρόμπινσον Ντάκγουρθ, εταίρος στο Κολλέγιο της Αγίας Τριάδας (Trinity College) της Οξφόρδης, πήγαν με τα τρία κοριτσάκια βαρκάδα στον Τάμεση. Ξεκίνησαν από την Οξφόρδη, έφτασαν στο Γκόντστοου, λίγο βορειότερα, έκαναν πικ-νικ στην όχθη, και επέστρεψαν στο Κράιστ Τσερτς αργά το βράδυ. «Την ημέρα εκείνη», έγραψε ο Ντότζσον στο ημερολόγιό του, «τους διηγήθηκα μια εντελώς απίθανη ιστορία, τις “Περιπέτειες τής Αλίκης στο βάθος τής Γης” (“Alice’s Adventures Underground”) και ανέλαβα την υποχρέωση να τη γράψω για την Αλίκη».
Ο ίδιος παρέδωσε το βιβλίο στην νεαρή κοπέλα, αλλά δεν πίστευε ότι αυτό επρόκειτο να εκδοθεί. Με την προτροπή του μυθιστοριογράφου Χένρι Κίνγκσλεϊ, που το διάβασε στο σπίτι των Λίντελ και του φίλου του Τζον ΜακΝτόναλντ, αποφάσισε να το ξαναδουλέψει και τελικά να το εκδώσει το 1865 με τον τίτλο «Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων» («Alice’s Adventures in Wonderland»). Η επιτυχία του βιβλίου ήταν μεγάλη και ο Κάρολ σκέφτηκε να γράψει την συνέχεια του. Τον Δεκέμβριο του 1871 εξέδωσε το «Μέσ' από τον Καθρέφτη και τί βρήκε η Αλίκη εκεί» («Through the Looking-Glass and What Alice Found There»)
Το υπόλοιπο λογοτεχνικό έργο του Κάρολ (ποιήματα και πεζά) δεν παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, σύμφωνα με την κριτική. Θέση στην ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας έχει το εκτεταμένο ποίημά του «The Hunting of Snark» («Το Κυνήγι του Φιρχαρία»), όπως έχει μεταφραστεί στα ελληνικά), μια αφηγηματική έμμετρη παραδοξολογία, η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνο με τους καλύτερους «λήρους» του συμπατριώτη του συγγραφέα και ζωγράφου Έντουαρντ Λίαρ. Εκτός από το λογοτεχνικό του έργο, ο Κάρολ, με το πραγματικό του όνομα αυτή τη φορά, έγραψε αρκετά βιβλία λογικής και μαθηματικών, κυρίως για διδακτικές ανάγκες. Εκτός από το συγγραφικό του έργο διακρίθηκε και ως φωτογράφος.
Ο Λιούις Κάρολ πέθανε από επιπλοκές γρίπης στο σπίτι της αδελφής του στο Γκίλφορντ, στα περίχωρα του Λονδίνου, στις 14 Ιανουαρίου 1898, σε ηλικία 65 ετών. πηγή