Δε φάνηκεν, αλήθεια, (και νυχτώνει…)
σαν κάθε βράδυ τέτοιαν ώρα, στο μπαλκόνι,
δε φάνηκε ο αντικρινός μικρός,
πούναι καμπούρης και καχεκτικός.
Είν’ τα παράθυρά του, ωστόσο, φωτισμένα
και πίσω από τα τζάμια τα κλεισμένα
περνούν ανήσυχες σκιές, μισοσβησμένες,
-αχ, κάμε Θεέ μου να μην είναι δακρυσμένες…
Είν’ τόσο ήρεμος, Θεέ μου, τόσο απλός,
κι είν’ η ψυχή του τόσο πονεμένη
σαν βγαίνει στο μπαλκόνι μοναχός
μόλις η νύχτα ερθεί, σκοτεινιασμένη…
Το μεσημέρι μένει ώρα πολλή
πίσω απ’ τις γρίλιες των κλειστών παραθυριών.
Και με τι προσοχή παρατηρεί,
στο δρόμο, τα παιχνίδια των παιδιών…
Αυτός δεν παίζει κι ούτε που τολμά
να κατεβεί, να τρέξει, στο στενό.
Κάποτε, πούτρεξε κι αυτός, τ’ άλλα παιδιά
φύγαν και τον αφήσαν μοναχό…
Κι όταν η μάνα του τού λέει: «Γιατί και συ
δεν πας να παίξεις, όπως τ’ άλλα τα παιδιά;»
«Βαριέμαι», απαντάει αυτός σιγά,
Και τον περνούνε για ιδιότροπο παιδί.
Υστερα, μελετάει το μάθημά του,
δίχως βοήθεια, μόνος, δυνατά…
Κι είν’ η φωνή του σαν προμήνυμα θανάτου
ως αντηχεί, βραχνή, στη σκοτεινιά…
Μόλις βραδιάσει, βγαίνει στο μπαλκόνι.
Ούτε διακρίνεται στο σκότος το πυκνό.
Μια οκαρίνα είν’ η συντροφιά του η μόνη,
κι όλο σφυράει τον ίδιο το σκοπό.
Απόψε όμως δεν φάνηκε. Και τρέμουν
οι σκιές στο δωματιό του το κλειστό. ..
Ω!, πως φοβάμαι, πως φοβάμαι, Θεέ μου,
μην του συνέβη τίποτε κακό…
Είν’ η ψυχή του πάντοτε θλιμμένη…
Είναι καμπούρης και καχεκτικός…
Κάμε, τουλάχιστον, Θεέ μου, η πονεμένη
ψυχή του να είναι ήρεμη διαρκώς…
Κι αν είναι να πεθάνει, ας μην το ξέρει…
Σε μια γλυκιά οπτασία ας βλέπει πως
στη γειτονιά του κάθε μεσημέρι,
με τ’ άλλα τα παιδιά παίζει κι αυτός…
~
(Δέκα ποιήματα, 1930)
πηγή
σαν κάθε βράδυ τέτοιαν ώρα, στο μπαλκόνι,
δε φάνηκε ο αντικρινός μικρός,
πούναι καμπούρης και καχεκτικός.
Είν’ τα παράθυρά του, ωστόσο, φωτισμένα
και πίσω από τα τζάμια τα κλεισμένα
περνούν ανήσυχες σκιές, μισοσβησμένες,
-αχ, κάμε Θεέ μου να μην είναι δακρυσμένες…
Είν’ τόσο ήρεμος, Θεέ μου, τόσο απλός,
κι είν’ η ψυχή του τόσο πονεμένη
σαν βγαίνει στο μπαλκόνι μοναχός
μόλις η νύχτα ερθεί, σκοτεινιασμένη…
Το μεσημέρι μένει ώρα πολλή
πίσω απ’ τις γρίλιες των κλειστών παραθυριών.
Και με τι προσοχή παρατηρεί,
στο δρόμο, τα παιχνίδια των παιδιών…
Αυτός δεν παίζει κι ούτε που τολμά
να κατεβεί, να τρέξει, στο στενό.
Κάποτε, πούτρεξε κι αυτός, τ’ άλλα παιδιά
φύγαν και τον αφήσαν μοναχό…
Κι όταν η μάνα του τού λέει: «Γιατί και συ
δεν πας να παίξεις, όπως τ’ άλλα τα παιδιά;»
«Βαριέμαι», απαντάει αυτός σιγά,
Και τον περνούνε για ιδιότροπο παιδί.
Υστερα, μελετάει το μάθημά του,
δίχως βοήθεια, μόνος, δυνατά…
Κι είν’ η φωνή του σαν προμήνυμα θανάτου
ως αντηχεί, βραχνή, στη σκοτεινιά…
Μόλις βραδιάσει, βγαίνει στο μπαλκόνι.
Ούτε διακρίνεται στο σκότος το πυκνό.
Μια οκαρίνα είν’ η συντροφιά του η μόνη,
κι όλο σφυράει τον ίδιο το σκοπό.
Απόψε όμως δεν φάνηκε. Και τρέμουν
οι σκιές στο δωματιό του το κλειστό. ..
Ω!, πως φοβάμαι, πως φοβάμαι, Θεέ μου,
μην του συνέβη τίποτε κακό…
Είν’ η ψυχή του πάντοτε θλιμμένη…
Είναι καμπούρης και καχεκτικός…
Κάμε, τουλάχιστον, Θεέ μου, η πονεμένη
ψυχή του να είναι ήρεμη διαρκώς…
Κι αν είναι να πεθάνει, ας μην το ξέρει…
Σε μια γλυκιά οπτασία ας βλέπει πως
στη γειτονιά του κάθε μεσημέρι,
με τ’ άλλα τα παιδιά παίζει κι αυτός…
~
(Δέκα ποιήματα, 1930)
πηγή
Ο Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (1899-1950) γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν από τον πατέρα του από τη Γερμανία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πάτρα και στη συνέχεια έζησε με την οικογένειά του στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου τέλειωσε τη σχολή Lycee Francais. Μετά το τέλος των σπουδών του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα, και πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και στον εμφύλιο διώχτηκε και φυλακίστηκε στις φυλακές Χατζηκώστα για τα αριστερά πολιτικά του φρονήματα. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1916 με δημοσιεύσεις στίχων στο περιοδικό Αρμονία και το 1918 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Τραγούδια σε μοντέρνους σκοπούς. Συνεργάστηκε με διάφορα αθηναϊκά περιοδικά, όπως τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), Βωμός, Αλεξανδρινή Τέχνη, Απόλλων, Μούσα, Κριτική και Τέχνη, Αργώ, Ελεύθερα Γράμματα και άλλα, όπου δημοσίευσε ποικίλα κείμενα, υπογράφοντας άλλοτε με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο και άλλοτε με το ψευδώνυμο Άρις Ίσαντρος. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (Τρεις νύχτες ηδονής, 1927), το θέατρο (Το δράμα της κοκαΐνης, 1928) και το δοκίμιο. Το 1928 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων για το μονόπρακτο έργο Παραμονή Πρωτοχρονιάς, που έγραψε από κοινού με τον Κωστή Βελμύρα. Το λογοτεχνικό έργο του Χάγερ–Μπουφίδη τοποθετείται από τους μελετητές της λογοτεχνίας στο χώρο της λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου, ειδικότερα στην νεορομαντική και νεοσυμβολιστική τάση της, και παρουσιάζει έντονα στοιχεία πεσιμισμού, κοσμοπολιτισμού και επιρροές από το καβαφικό έργο και γάλλους συγγραφείς όπως ο Verlaine και ο Francis Jammes. Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) Ι.Ποίηση • Τραγούδια σε μοντέρνους σκοπούς, 1918. • Τα μοντέρνα και το καινούργιο μανιφέστο, 1919. • Τα Ιωνικά κι οι ανοιξιάτικες αγάπες, 1922. • Δέκα ποιήματα, 1930. • Η δεύτερη ζωή, έκδοση Κύκλου, 1935. • Αυτοβιογραφία, 1942. • Τα παράλληλα, 1946. ΙΙ.Θέατρο • Η νύχτα · Δράμα μονόπραχτο, 1916. • Με τα μάτια της αγάπης · Δράμα εις πράξιν. Χαλκίδα, χ.χ. (ekebi.gr)