ξέρω να φτιάχνω ρήματα δικά μου
να κλίνω τη βότκα σε όλους τους χρόνους
να γράφω τις λέξεις λάθος επειδή
έτσι νηστεύουν στα μάτια μου
και ξέρω όλα τα εκπαιδευόμενα αστεία
ξέρω να πλαγιάζω με το τέλος
κι από ποιο πλευρό κοιμάται η ερημιά
ξέρω ότι μετά τις δυο το ξημέρωμα
οι άνθρωποι αρχίζουν να αναπνέουν
πως τα χρόνια ζευγάρια παθαίνουν ερωτικό άσθμα
και πως η ατυχία ξεκινά ώρες αργότερα
ξέρω πως τα κορμιά είναι άνομα
οι ψυχές σαρκοπνίγονται
οι λαιμοί κομπιάζουν στην αλήθεια
και πως η μαλακία του πνεύματος
είναι μια χασούρα που δεν έχει καμία σχέση
με αυτά που συμβαίνουν εκεί έξω
ξέρω να παίζω τη ζωή μου μπαρμπούτι
να δίνω τα ρέστα μου στον άλλον
ακόμα κι αν θα χάσω
και ξέρω να μετράω κολάσεις
χαρτογραφώντας χρόνια τώρα
την κάθε ριμάδα γωνιά τους
ξέρω από κοκάλινες φρίκες
πώς να αλυσοδένω τις μνήμες
ξοδέματα
αλλοπαρμένα αγοροκόριτσα
με γνωστικά βλέμματα
που σπάνε τα πάντα στη ριξιά τους
και πως η πρόβλεψη είναι για εκείνους
που δεν το πάνε παρακάτω
ξέρω πως τσουγκρίζουν με τα μάτια
πως διαστέλλονται τα θαύματα
πως τα παρατάει ένα σώμα
πως αλητεύει ένα χέρι
πως ροκανίζει η τρέλα
πως αλαφιάζει η κρυφή επιθυμία
πως βαδίζει η υπεροψία
πως λυγάει η οικογενειακή ανία
και πως τελειώνει το
μια φορά κι ένα καιρό
ξέρω τι δουλειά έχουν τα σκοινιά μέσα στην κουζίνα
τα σφυριά στο μπαλκόνι
τα φάρμακα στο μπάνιο
τα γυαλιά κάτω απ’ το κρεβάτι
τα σκουλήκια μέσα στο χώμα
και το ρυτιδιασμένο στρώμα
που βολεύεται αργά τα απογεύματα
με ένα χωνί πασατέμπο και ανατριχιαστικές ειδήσεις
ξέρω την ηρεμία στο βλέμμα μιας τίγρης
το κλάμα μια κλειτορίδας
την ειρωνεία μιας καύλας
την αηδία που κινεί τις πόλεις
τον ορίζοντα που ακολουθούν οι πάντες
το παραμιλητό που ρίχνει το κρίμα στο τρέμουλο
το αίμα που ξεθάβει το λαρύγγι
τον καλπασμό ενός έφιππου προς τα θυμαράκια
τα αφράτα κωλομέρια που απολαμβάνει ο θεός
το κόλλημα των ανίκανων με το σύμπαν
το στριμωξίδι των νεκρών
τα μοιρολόγια των γριών
και τέλος πολλά ακόμα πένθιμα πράγματα
που γέλασαν με τις μέρες και ερωτεύτηκαν τις νύχτες
αν μου πεις πώς να τελειώσω τούτες τις φράσεις
τότε θα ξέρω κάτι και για σένα
καθώς γεμίζουν τα ποτήρια
κατεβαίνουν τα χάπια
κι ένας φίλος από μια χώρα απόσταση
ακούει τα ποιήματα που έβγαλε μια εξάτμιση
λοιπόν
έχουμε και λέμε
να κλίνω τη βότκα σε όλους τους χρόνους
να γράφω τις λέξεις λάθος επειδή
έτσι νηστεύουν στα μάτια μου
και ξέρω όλα τα εκπαιδευόμενα αστεία
ξέρω να πλαγιάζω με το τέλος
κι από ποιο πλευρό κοιμάται η ερημιά
ξέρω ότι μετά τις δυο το ξημέρωμα
οι άνθρωποι αρχίζουν να αναπνέουν
πως τα χρόνια ζευγάρια παθαίνουν ερωτικό άσθμα
και πως η ατυχία ξεκινά ώρες αργότερα
ξέρω πως τα κορμιά είναι άνομα
οι ψυχές σαρκοπνίγονται
οι λαιμοί κομπιάζουν στην αλήθεια
και πως η μαλακία του πνεύματος
είναι μια χασούρα που δεν έχει καμία σχέση
με αυτά που συμβαίνουν εκεί έξω
ξέρω να παίζω τη ζωή μου μπαρμπούτι
να δίνω τα ρέστα μου στον άλλον
ακόμα κι αν θα χάσω
και ξέρω να μετράω κολάσεις
χαρτογραφώντας χρόνια τώρα
την κάθε ριμάδα γωνιά τους
ξέρω από κοκάλινες φρίκες
πώς να αλυσοδένω τις μνήμες
ξοδέματα
αλλοπαρμένα αγοροκόριτσα
με γνωστικά βλέμματα
που σπάνε τα πάντα στη ριξιά τους
και πως η πρόβλεψη είναι για εκείνους
που δεν το πάνε παρακάτω
ξέρω πως τσουγκρίζουν με τα μάτια
πως διαστέλλονται τα θαύματα
πως τα παρατάει ένα σώμα
πως αλητεύει ένα χέρι
πως ροκανίζει η τρέλα
πως αλαφιάζει η κρυφή επιθυμία
πως βαδίζει η υπεροψία
πως λυγάει η οικογενειακή ανία
και πως τελειώνει το
μια φορά κι ένα καιρό
ξέρω τι δουλειά έχουν τα σκοινιά μέσα στην κουζίνα
τα σφυριά στο μπαλκόνι
τα φάρμακα στο μπάνιο
τα γυαλιά κάτω απ’ το κρεβάτι
τα σκουλήκια μέσα στο χώμα
και το ρυτιδιασμένο στρώμα
που βολεύεται αργά τα απογεύματα
με ένα χωνί πασατέμπο και ανατριχιαστικές ειδήσεις
ξέρω την ηρεμία στο βλέμμα μιας τίγρης
το κλάμα μια κλειτορίδας
την ειρωνεία μιας καύλας
την αηδία που κινεί τις πόλεις
τον ορίζοντα που ακολουθούν οι πάντες
το παραμιλητό που ρίχνει το κρίμα στο τρέμουλο
το αίμα που ξεθάβει το λαρύγγι
τον καλπασμό ενός έφιππου προς τα θυμαράκια
τα αφράτα κωλομέρια που απολαμβάνει ο θεός
το κόλλημα των ανίκανων με το σύμπαν
το στριμωξίδι των νεκρών
τα μοιρολόγια των γριών
και τέλος πολλά ακόμα πένθιμα πράγματα
που γέλασαν με τις μέρες και ερωτεύτηκαν τις νύχτες
αν μου πεις πώς να τελειώσω τούτες τις φράσεις
τότε θα ξέρω κάτι και για σένα
καθώς γεμίζουν τα ποτήρια
κατεβαίνουν τα χάπια
κι ένας φίλος από μια χώρα απόσταση
ακούει τα ποιήματα που έβγαλε μια εξάτμιση
λοιπόν
έχουμε και λέμε
Ο Γιάννης Ζελιαναίος γεννήθηκε τον Γενάρη του άσωτου έτους 1978. Υπήρξε αρθρογράφος σε πολλά μουσικά sites, αποκλειστικός φωτογράφος του συγκροτήματος «Διάφανα Κρίνα» για πολλά χρόνια, δισκοθέτης, φανζινάς, υπάλληλος δισκοπωλείου και πολλά άλλα επαγγέλματα που ευτυχώς έκανε για να βιοποριστεί. Ποιήματα και κείμενά του έχουν χρησιμοποιηθεί για θεατρικές παραστάσεις, opening acts και άλλα πολλά. Την περίοδο 2012-2017 ήταν συνεκδότης μαζί με την Γιώτα Παναγιώτου στις εκδόσεις Straw Dogs όπου κυκλοφορεί και το ομότιτλο περιοδικό τέχνης με έδρα του την Κύπρο. Για ένα χρόνο (2015-2016) αρθρογραφούσε στο πολιτιστικό ένθετο «Ηδύφωνο» της κυριακάτικης «Σημερινής» κρατώντας την δική του μουσική στήλη με τίτλο «Ο Ήχος της Μουσικής». Είναι βασικός συνεργάτης της Τεθλασμένης Ψηφιακής Βιβλιοθήκης, bibliotheque.gr. Ζει κι εργάζεται ως δισκοθέτης στην Λευκωσία. Τίτλοι βιβλίων: Καλώς ήρθες χειμώνα, γραφιά της νιότης μας (Εριφύλη, 2004). Άννα (Εριφύλη, 2005). Ο διάβολος πάνω σε στρατσόχαρτο (Ενδυμίων, 2009). Μακάριοι οι σκύλοι του οινοπνεύματος (Straw Dogs, 2016). Ο διάβολος πάνω σε στρατσόχαρτο (Straw Dogs, 2016). Caraytoktonia (Bibliotheque, 2018).