Κι ανέβηκα! Και ξέφυγα! Και χάμου
η Αθήνα σα να πέθανε. Τα μύρα
βουνίσια με χτυπήσανε. Τριγύρα
τα πεύκα είναι προστάτισσα φρουρά μου.
Και δρόμο θε να δώσω στη χαρά μου!
Τ’ αγέρι πνέει σα ν’ άνοιξεν η θύρα
η Αθήνα σα να πέθανε. Τα μύρα
βουνίσια με χτυπήσανε. Τριγύρα
τα πεύκα είναι προστάτισσα φρουρά μου.
Και δρόμο θε να δώσω στη χαρά μου!
Τ’ αγέρι πνέει σα ν’ άνοιξεν η θύρα
του Παραδείσου. Πίσω σα να επήρα
για λίγο της ψυχής της παρθενιά μου.
Ήλιος! Χρυσή στο βάθος η λουρίδα
της θάλασσας αστράφτει του Φαλήρου
και το νησί μου χάνεται πιο πίσω.
Μ’ εξάγνισε το ανέβασμα, πατρίδα,
και θα ‘ρθω με τη βάρκα μου του ονείρου
με τα κουπιά του πόθου θα κινήσω…
για λίγο της ψυχής της παρθενιά μου.
Ήλιος! Χρυσή στο βάθος η λουρίδα
της θάλασσας αστράφτει του Φαλήρου
και το νησί μου χάνεται πιο πίσω.
Μ’ εξάγνισε το ανέβασμα, πατρίδα,
και θα ‘ρθω με τη βάρκα μου του ονείρου
με τα κουπιά του πόθου θα κινήσω…
~
Νεανικά Ποιήματα (1919-1924) / Ανέκδοτα
Καρυωτάκης, Τα Ποιήματα (1913-1928). Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Νεφέλη, 1992