Αν μια χορδή μονάχα στην καρδιά σας
δεν είχε σπάσει, όμοια με τις άλλες,
κι απέμενε για να ξυπνάει κάποτε
την τρυφεράδα μες στις πρόστυχές σας νύχτες,
τότε κι οι άγγελοι θα φρόντιζαν για σας,
σαν τις καλές μητέρες, ν’ απαλύνουν
τον πόνο σας, και θα ’τρεμε το χέρι τους
όταν θα ράντιζαν τα σπίτια σας με θειάφι,
και το δαυλί θα πέρναγε από χέρι
σε χέρι, τι κανενός δεν θα το πήγαινε η καρδιά. Όμως
τώρα που δεν αφήσατε κανένα
έφηβο αγνό στη γειτονιά σας, κι όλους
τους μελαψούς, με τη σκληρή ομορφιά, τους κάνατε
θεούς και τρέχετε μαζί τους, για μια νύχτα,
στα Γόμορα με τα φτηνά τα πανδοχεία,
σαν ποια καρδιά να σπλαχνιστεί την πώρωσή σας;
Οι τρεις ωραίοι νέοι, που ζητάτε,
σα λυσσασμένοι κάτω απ’ το μπαλκόνι μου,
να τους ριχτείτε μόλις σας ανοίξω,
αν ξέρατε γιατί ήρθαν, θε να τρέχατε
έντρομοι στις γυναίκες σας, που τις στερήσατε
χρόνια την ευτυχία να γίνουνε μητέρες.
Οι τρεις ωραίοι νέοι που τιμήσαν
το σπίτι μου, στα γαλανά τους μάτια
φέρνοντας κάτι απ’ την ουράνια ομορφιά,
ήρθαν για μένα, τον αγνό, που είκοσι χρόνια
έζησα μες στη στέρηση κι ολοκληρώθηκα
μέσα στην προσμονή.
Οι τρεις ωραίοι νέοι, που απειλείτε
να με κορώσετε αν δεν σας τους δώσω,
αυτοί θα σας κορώσουν· γιατί, αλήθεια, πού ακούστηκε,
το κάλλος τους τ’ αγγελικό να σπιλωθεί
από τα χέρια σας τα διεστραμμένα;
Βλέπω
το Θεό στο κάθε άστρο να μοιράζει
κι από μια φλόγα, κι η αυγή δε θέλει
πολύ για νά ’ρθει ακόμα.
Ποιος σας φταίει;
Σεις δεν κρατήσατε ούτε τα προσχήματα
που, όσο να πεις, κάτι δίνουν κι αυτά.
~
Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950)
πηγή
δεν είχε σπάσει, όμοια με τις άλλες,
κι απέμενε για να ξυπνάει κάποτε
την τρυφεράδα μες στις πρόστυχές σας νύχτες,
τότε κι οι άγγελοι θα φρόντιζαν για σας,
σαν τις καλές μητέρες, ν’ απαλύνουν
τον πόνο σας, και θα ’τρεμε το χέρι τους
όταν θα ράντιζαν τα σπίτια σας με θειάφι,
και το δαυλί θα πέρναγε από χέρι
σε χέρι, τι κανενός δεν θα το πήγαινε η καρδιά. Όμως
τώρα που δεν αφήσατε κανένα
έφηβο αγνό στη γειτονιά σας, κι όλους
τους μελαψούς, με τη σκληρή ομορφιά, τους κάνατε
θεούς και τρέχετε μαζί τους, για μια νύχτα,
στα Γόμορα με τα φτηνά τα πανδοχεία,
σαν ποια καρδιά να σπλαχνιστεί την πώρωσή σας;
Οι τρεις ωραίοι νέοι, που ζητάτε,
σα λυσσασμένοι κάτω απ’ το μπαλκόνι μου,
να τους ριχτείτε μόλις σας ανοίξω,
αν ξέρατε γιατί ήρθαν, θε να τρέχατε
έντρομοι στις γυναίκες σας, που τις στερήσατε
χρόνια την ευτυχία να γίνουνε μητέρες.
Οι τρεις ωραίοι νέοι που τιμήσαν
το σπίτι μου, στα γαλανά τους μάτια
φέρνοντας κάτι απ’ την ουράνια ομορφιά,
ήρθαν για μένα, τον αγνό, που είκοσι χρόνια
έζησα μες στη στέρηση κι ολοκληρώθηκα
μέσα στην προσμονή.
Οι τρεις ωραίοι νέοι, που απειλείτε
να με κορώσετε αν δεν σας τους δώσω,
αυτοί θα σας κορώσουν· γιατί, αλήθεια, πού ακούστηκε,
το κάλλος τους τ’ αγγελικό να σπιλωθεί
από τα χέρια σας τα διεστραμμένα;
Βλέπω
το Θεό στο κάθε άστρο να μοιράζει
κι από μια φλόγα, κι η αυγή δε θέλει
πολύ για νά ’ρθει ακόμα.
Ποιος σας φταίει;
Σεις δεν κρατήσατε ούτε τα προσχήματα
που, όσο να πεις, κάτι δίνουν κι αυτά.
~
Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950)
πηγή