Τα όνειρά μου δε τα έζησα..
Τα έκλαψα.. τα πένθησα.. μαυροφορέθηκα γι' αυτά..
κι έπειτα τα έθαψα βαθιά να μην ακούω την οδύνη τους.
Στην θέση τους έβαλα πρέπει..
Γιγαντόσωμα..
αυταρχικά..
ασήκωτα..
Άφησαν όλο το βάρος τους στις πλάτες μου και χρόνια ολόκληρα περπατούσα λυγισμένη.
Χρόνια αμέτρητα μου κόβανε στο στήθος την ανάσα και τράβαγαν με λύσσα τα μαλλιά μου κάθε που σήκωνα κεφάλι.
Κοιμόμουνα μαζί τους σ' ένα στενό κρεβάτι κάποιου υγρού δωματίου.
Ξημέρωνα πλάι τους τυλιγμένη με μια τρύπια σκοροφαγωμένη κουβέρτα. Ούρλιαζαν κάθε νύχτα στο κεφάλι μου..
Με τρόμαζαν.
Με τρομοκρατούσαν.
Έγιναν μαύρες σκιές κι ακολουθούσαν τα βήματά μου αλλά τις περισσότερες φορές προπορευόταν απ' αυτά.
Και μεγάλωναν οι σκιές κι ανοίγανε αυτές το δρόμο.. και μίκραιναν τα βήματά μου και φάνταζε ατέλειωτη η διαδρομή που έπρεπε να διανύσω.
Τα έσερνα πίσω μου σαν βαριές αλυσίδες κάποιας σκληρής τιμωρίας.
Μιας καταδίκης που με τα χρόνια ξέχασα το παράπτωμά της.
Πορεύτηκα μ ‘αυτά.. μεγάλωσα μ’ αυτά..
κι έζησα μ’ αυτά μέχρι το τέλος, θάβοντας γυμνά, πληγωμένα κι ανολοκλήρωτα τα όνειρά μου.
Τα έκλαψα.. τα πένθησα.. μαυροφορέθηκα γι' αυτά..
κι έπειτα τα έθαψα βαθιά να μην ακούω την οδύνη τους.
Στην θέση τους έβαλα πρέπει..
Γιγαντόσωμα..
αυταρχικά..
ασήκωτα..
Άφησαν όλο το βάρος τους στις πλάτες μου και χρόνια ολόκληρα περπατούσα λυγισμένη.
Χρόνια αμέτρητα μου κόβανε στο στήθος την ανάσα και τράβαγαν με λύσσα τα μαλλιά μου κάθε που σήκωνα κεφάλι.
Κοιμόμουνα μαζί τους σ' ένα στενό κρεβάτι κάποιου υγρού δωματίου.
Ξημέρωνα πλάι τους τυλιγμένη με μια τρύπια σκοροφαγωμένη κουβέρτα. Ούρλιαζαν κάθε νύχτα στο κεφάλι μου..
Με τρόμαζαν.
Με τρομοκρατούσαν.
Έγιναν μαύρες σκιές κι ακολουθούσαν τα βήματά μου αλλά τις περισσότερες φορές προπορευόταν απ' αυτά.
Και μεγάλωναν οι σκιές κι ανοίγανε αυτές το δρόμο.. και μίκραιναν τα βήματά μου και φάνταζε ατέλειωτη η διαδρομή που έπρεπε να διανύσω.
Τα έσερνα πίσω μου σαν βαριές αλυσίδες κάποιας σκληρής τιμωρίας.
Μιας καταδίκης που με τα χρόνια ξέχασα το παράπτωμά της.
Πορεύτηκα μ ‘αυτά.. μεγάλωσα μ’ αυτά..
κι έζησα μ’ αυτά μέχρι το τέλος, θάβοντας γυμνά, πληγωμένα κι ανολοκλήρωτα τα όνειρά μου.
Η Βάσω Κανιώτη γεννήθηκε στο Αγρίνιο και κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε την τέχνη της γαστρονομίας δουλεύοντας πολλά χρόνια σε τουριστικές επιχειρήσεις. Η συγγραφή και η ποίηση ήταν πάντα εκείνο που συντρόφευε τη ζωή της και τον ελεύθερο χρόνο της, μιας και για εκείνη η ποίηση, είναι ο σπουδαιότερος τρόπος έκφρασης Μια βαθύτατη αναγκαιότητα να επικοινωνήσει, να μοιραστεί και να μεταδώσει όσα ενδεχομένως συμβαίνουν στην ψυχή και το μυαλό της.. Στο επόμενο διάστημα θα κυκλοφορήσει η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Τρεις εποχές και μια Άνοιξη». Ασχολείται επίσης ερασιτεχνικά με την ζωγραφική παίρνοντας μέρος σε ερασιτεχνικές εκθέσεις, καθώς επίσης και με την δημιουργία πλεκτών, χειροποίητων ρούχων.