Κάποιοι από μας καβαλάνε μέσα τους μια
φυλακή, κάποιοι μια εξορία και κάποιοι μια
πληγωμένη άνοιξη.
Αλλά υπάρχουν και οι άλλοι, εκείνοι οι
τυχεροί του κόσμου. Που είναι φτιαγμένο από
ελευθερία όλο τους το είναι, που δεν τους
αφορούν οι εξορίες και η άνοιξη της ψυχής
τους είναι υγιής, μοσχοβολάει.
Να σου μιλήσω για μένα;
Εγώ κουβαλάω μέσα μου μια φυλακή και
νιώθω ολότελα σαν εκείνον τον φυλακισμένο
που προσπαθεί να κλέψει μια αχτίδα ηλίου
από ένα μικρό παραθυράκι κάποιου
σκοτεινού δωματίου. Και ούτε ο ήλιος δεν τον
λυπήθηκε σήμερα, ειρωνικά γελάει μαζί του
κρυμμένος πίσω από μολυβένια σύννεφα.
Εγώ κουβαλάω μέσα μου μια εξορία. Μόνιμη.
Σταθερή.
Και νιώθω σαν εκείνον τον εξόριστο που
αγάπησε την εξορία του γιατί δε μπόρεσε να
παλέψει αλλιώς τις μαύρες μέρες του
διωγμού. Αγάπησε την κάθε πέτρα που
έπρεπε να κουβαλήσει, αγάπησε και τον πιο
μικρό κόκκο σκόνης που έκατσε στον ώμο
του. Και ζήτησε να παραμείνει εξόριστος, μιας
και κανείς δε τον περίμενε πίσω.
Εγώ κουβαλάω μέσα μου μια πληγωμένη
άνοιξη. Σκεπασμένη από μαραμένα
γαρύφαλλα και άρρωστα πουλιά. Σαπίζει
στα σπλάχνα μου αργά, νωχελικά, και δεν
υπάρχει γιατρικό για να τη συνεφέρω.
Εγώ δεν είμαι από τους τυχερούς αυτού του
κόσμου…
Φυλακίστηκα… Εξορίστηκα… Σακάτεψα
την άνοιξη μου…
Και δεν υπάρχει διέξοδος απ’ αυτή τη
δυστυχία.
Πορεύομαι φυλακισμένη, εξόριστη και η
άνοιξη… Ω! Συμφορά… Αργοπεθαίνει μέσα
στα σωθικά μου!
φυλακή, κάποιοι μια εξορία και κάποιοι μια
πληγωμένη άνοιξη.
Αλλά υπάρχουν και οι άλλοι, εκείνοι οι
τυχεροί του κόσμου. Που είναι φτιαγμένο από
ελευθερία όλο τους το είναι, που δεν τους
αφορούν οι εξορίες και η άνοιξη της ψυχής
τους είναι υγιής, μοσχοβολάει.
Να σου μιλήσω για μένα;
Εγώ κουβαλάω μέσα μου μια φυλακή και
νιώθω ολότελα σαν εκείνον τον φυλακισμένο
που προσπαθεί να κλέψει μια αχτίδα ηλίου
από ένα μικρό παραθυράκι κάποιου
σκοτεινού δωματίου. Και ούτε ο ήλιος δεν τον
λυπήθηκε σήμερα, ειρωνικά γελάει μαζί του
κρυμμένος πίσω από μολυβένια σύννεφα.
Εγώ κουβαλάω μέσα μου μια εξορία. Μόνιμη.
Σταθερή.
Και νιώθω σαν εκείνον τον εξόριστο που
αγάπησε την εξορία του γιατί δε μπόρεσε να
παλέψει αλλιώς τις μαύρες μέρες του
διωγμού. Αγάπησε την κάθε πέτρα που
έπρεπε να κουβαλήσει, αγάπησε και τον πιο
μικρό κόκκο σκόνης που έκατσε στον ώμο
του. Και ζήτησε να παραμείνει εξόριστος, μιας
και κανείς δε τον περίμενε πίσω.
Εγώ κουβαλάω μέσα μου μια πληγωμένη
άνοιξη. Σκεπασμένη από μαραμένα
γαρύφαλλα και άρρωστα πουλιά. Σαπίζει
στα σπλάχνα μου αργά, νωχελικά, και δεν
υπάρχει γιατρικό για να τη συνεφέρω.
Εγώ δεν είμαι από τους τυχερούς αυτού του
κόσμου…
Φυλακίστηκα… Εξορίστηκα… Σακάτεψα
την άνοιξη μου…
Και δεν υπάρχει διέξοδος απ’ αυτή τη
δυστυχία.
Πορεύομαι φυλακισμένη, εξόριστη και η
άνοιξη… Ω! Συμφορά… Αργοπεθαίνει μέσα
στα σωθικά μου!
Η Βάσω Κανιώτη γεννήθηκε στο Αγρίνιο και κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε την τέχνη της γαστρονομίας δουλεύοντας πολλά χρόνια σε τουριστικές επιχειρήσεις. Η συγγραφή και η ποίηση ήταν πάντα εκείνο που συντρόφευε τη ζωή της και τον ελεύθερο χρόνο της, μιας και για εκείνη η ποίηση, είναι ο σπουδαιότερος τρόπος έκφρασης Μια βαθύτατη αναγκαιότητα να επικοινωνήσει, να μοιραστεί και να μεταδώσει όσα ενδεχομένως συμβαίνουν στην ψυχή και το μυαλό της.. Στο επόμενο διάστημα θα κυκλοφορήσει η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Τρεις εποχές και μια Άνοιξη». Ασχολείται επίσης ερασιτεχνικά με την ζωγραφική παίρνοντας μέρος σε ερασιτεχνικές εκθέσεις, καθώς επίσης και με την δημιουργία πλεκτών, χειροποίητων ρούχων.