Τη σεργιάνησα τη ζωή μου σε διάφορα μέρη.
Ακούραστα δρομολόγια σε διάφορους τόπους,
αφήνοντας κομματάκια ζωής σε καθέναν απ’ αυτούς.
Τα καλοκαίρια με βρίσκαν να μετακομίζω το κορμί μου
ακούραστα και αδιαμαρτύρητα σε μια καινούρια
γη, μα την ψυχή μου δεν μπόρεσα εύκολα ποτέ να τη
μετακομίσω. Να την προσαρμόσω χωρίς τις
συνηθισμένες αντιρρήσεις στον καινούριο τόπο. Κάθε
μου μετακίνηση κι ένας ξεριζωμός. Ένας μικρός
θάνατος στιγμών που δε θα μπορούσα ποτέ να
αναστήσω πάλι. Που να πηγαίνουν άραγε οι στιγμές
όταν πεθαίνουν; «Γίνονται αναμνήσεις» μου είπαν και
φωλιάζουν μέσα μας. Ένα αλλόκοτο πένθος για όσα
αποχωριζόμουνα. Μια αβάσταχτη λύπη για εκείνα που
δε θα έβλεπα ξανά, για όσα δε θα άγγιζα ξανά ποτέ
μου. Κι ένας περίεργος θυμός που έπρεπε σιωπηρά να
κλειδώσω με βαριές κλειδαριές τα όσα αισθήματα μου
γεννηθήκαν, ανά τους καιρούς. Κι ας με φώναζαν οι
δρόμοι να τους περπατήσω πάλι, κι ας με καλούσαν τα
λιμάνια πίσω στα καράβια τους, εγώ πίστη σ’ αυτό που
μου ανατέθηκε να ζήσω συνέχιζα να μετακινώ ζωή από
τόπο σε τόπο, από γη σε γη. Άλλοτε σε στεριά κι άλλοτε
σε θάλασσα. Μα, πάντοτε καλοκαίρι. «Τότε έπρεπε»
μας έλεγαν.. Συνέχιζα να προσαρμόζω ζωή,
ακούραστα, άκοπα, αδιαμαρτύρητα. Συνέχιζα να
κουμπώνω την ψυχή μου στις καινούριες συνθήκες. Κι
όταν χανόμουν στα χιλιόμετρα μια χαρμολύπη
κρεμόταν απ’ τα μάτια μου όταν κοιτούσα πίσω, η
λύπη για εκείνα που απαρνιόμουν και η χαρά για
εκείνα που μου γνέφανε ότι με περιμένουν. Το μέλλον
αβέβαιο, μα λίγες φορές με τρόμαζε, τις περισσότερες
με προκαλούσε. Όμως στο τέλος της διαμονής με
συνέθλιβε. Με κέρδιζε. Αθέμιτοι οι όροι που μου έβαζε
και με νικούσε. Ίσως δεν μου ταίριαζαν οι μεγάλες
αλλαγές, ούτε οι συχνές τοποθετήσεις. Οι ρίζες μου να
μην έφταναν μακριά, να μην ήταν για μένα τα πολλά
δρομολόγια. Όχι, δεν λυπάμαι πλέον γι’ αυτό αν με
ρωτάς, εξάλλου η ίδια η ζωή είναι μια πρόκληση, ένα
ιδιαίτερο παιχνίδι κι εσύ το πιόνι. Όχι, δεν με λυπεί
αυτό, αν με ρωτάς. Μόνο που να.. θα θελα κι εγώ να
αποφασίσω μια φορά για το επόμενο ταξίδι.
Ακούραστα δρομολόγια σε διάφορους τόπους,
αφήνοντας κομματάκια ζωής σε καθέναν απ’ αυτούς.
Τα καλοκαίρια με βρίσκαν να μετακομίζω το κορμί μου
ακούραστα και αδιαμαρτύρητα σε μια καινούρια
γη, μα την ψυχή μου δεν μπόρεσα εύκολα ποτέ να τη
μετακομίσω. Να την προσαρμόσω χωρίς τις
συνηθισμένες αντιρρήσεις στον καινούριο τόπο. Κάθε
μου μετακίνηση κι ένας ξεριζωμός. Ένας μικρός
θάνατος στιγμών που δε θα μπορούσα ποτέ να
αναστήσω πάλι. Που να πηγαίνουν άραγε οι στιγμές
όταν πεθαίνουν; «Γίνονται αναμνήσεις» μου είπαν και
φωλιάζουν μέσα μας. Ένα αλλόκοτο πένθος για όσα
αποχωριζόμουνα. Μια αβάσταχτη λύπη για εκείνα που
δε θα έβλεπα ξανά, για όσα δε θα άγγιζα ξανά ποτέ
μου. Κι ένας περίεργος θυμός που έπρεπε σιωπηρά να
κλειδώσω με βαριές κλειδαριές τα όσα αισθήματα μου
γεννηθήκαν, ανά τους καιρούς. Κι ας με φώναζαν οι
δρόμοι να τους περπατήσω πάλι, κι ας με καλούσαν τα
λιμάνια πίσω στα καράβια τους, εγώ πίστη σ’ αυτό που
μου ανατέθηκε να ζήσω συνέχιζα να μετακινώ ζωή από
τόπο σε τόπο, από γη σε γη. Άλλοτε σε στεριά κι άλλοτε
σε θάλασσα. Μα, πάντοτε καλοκαίρι. «Τότε έπρεπε»
μας έλεγαν.. Συνέχιζα να προσαρμόζω ζωή,
ακούραστα, άκοπα, αδιαμαρτύρητα. Συνέχιζα να
κουμπώνω την ψυχή μου στις καινούριες συνθήκες. Κι
όταν χανόμουν στα χιλιόμετρα μια χαρμολύπη
κρεμόταν απ’ τα μάτια μου όταν κοιτούσα πίσω, η
λύπη για εκείνα που απαρνιόμουν και η χαρά για
εκείνα που μου γνέφανε ότι με περιμένουν. Το μέλλον
αβέβαιο, μα λίγες φορές με τρόμαζε, τις περισσότερες
με προκαλούσε. Όμως στο τέλος της διαμονής με
συνέθλιβε. Με κέρδιζε. Αθέμιτοι οι όροι που μου έβαζε
και με νικούσε. Ίσως δεν μου ταίριαζαν οι μεγάλες
αλλαγές, ούτε οι συχνές τοποθετήσεις. Οι ρίζες μου να
μην έφταναν μακριά, να μην ήταν για μένα τα πολλά
δρομολόγια. Όχι, δεν λυπάμαι πλέον γι’ αυτό αν με
ρωτάς, εξάλλου η ίδια η ζωή είναι μια πρόκληση, ένα
ιδιαίτερο παιχνίδι κι εσύ το πιόνι. Όχι, δεν με λυπεί
αυτό, αν με ρωτάς. Μόνο που να.. θα θελα κι εγώ να
αποφασίσω μια φορά για το επόμενο ταξίδι.
Η Βάσω Κανιώτη γεννήθηκε στο Αγρίνιο και κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε την τέχνη της γαστρονομίας δουλεύοντας πολλά χρόνια σε τουριστικές επιχειρήσεις. Η συγγραφή και η ποίηση ήταν πάντα εκείνο που συντρόφευε τη ζωή της και τον ελεύθερο χρόνο της, μιας και για εκείνη η ποίηση, είναι ο σπουδαιότερος τρόπος έκφρασης Μια βαθύτατη αναγκαιότητα να επικοινωνήσει, να μοιραστεί και να μεταδώσει όσα ενδεχομένως συμβαίνουν στην ψυχή και το μυαλό της.. Στο επόμενο διάστημα θα κυκλοφορήσει η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Τρεις εποχές και μια Άνοιξη». Ασχολείται επίσης ερασιτεχνικά με την ζωγραφική παίρνοντας μέρος σε ερασιτεχνικές εκθέσεις, καθώς επίσης και με την δημιουργία πλεκτών, χειροποίητων ρούχων.