Έρχονται ώρες που τι να σου κάνουν πια και τα χαμόγελα,
πέφτουν ένα ένα σαν τα εφτά πέπλα της Σαλώμης,
και στο τέλος απομένεις γυμνός, και τότε αρχίζουν όλα να κραυγάζουν•
τα μάτια κραυγάζουν: εμείς είμαστε που ρουφήξαμε τόση ομορφιά,
τα χέρια κραυγάζουν: εμείς είμαστε που συντελέσαμε στην υποταγή,
το σώμα κραυγάζει: εγώ είμαι που συσπάστηκα στην κτηνωδία
του καλοκαιριού,
οι στίχοι διαλαλούν τα μυστικά μας,
γίναμε πια σαν ιδιωτικό ημερολόγιο σε ξένα χέρια.
Έτσι είναι, δεν ωφελούν πια τα χαμόγελα, όσο κι αν είναι ανοιχτόκαρδα,
ούτε ωφελεί να κρατάς το στόμα κλειστό όταν όλα κραυγάζουν•
και τι να την κάνεις τη διπλομανταλωμένη αξιοπρέπεια της σιωπής
τώρα που όλοι ξέρουν ποιους ικετέψαμε, σε ποιες αγκαλιές
συσπειρωθήκαμε,
κι είναι το πρόσωπό μας σα νταμάρι ρημαγμένο
κι είμαστε σαν ψημένα κάστανα που εύκολα τα ξεφλουδίζει κανείς.
πέφτουν ένα ένα σαν τα εφτά πέπλα της Σαλώμης,
και στο τέλος απομένεις γυμνός, και τότε αρχίζουν όλα να κραυγάζουν•
τα μάτια κραυγάζουν: εμείς είμαστε που ρουφήξαμε τόση ομορφιά,
τα χέρια κραυγάζουν: εμείς είμαστε που συντελέσαμε στην υποταγή,
το σώμα κραυγάζει: εγώ είμαι που συσπάστηκα στην κτηνωδία
του καλοκαιριού,
οι στίχοι διαλαλούν τα μυστικά μας,
γίναμε πια σαν ιδιωτικό ημερολόγιο σε ξένα χέρια.
Έτσι είναι, δεν ωφελούν πια τα χαμόγελα, όσο κι αν είναι ανοιχτόκαρδα,
ούτε ωφελεί να κρατάς το στόμα κλειστό όταν όλα κραυγάζουν•
και τι να την κάνεις τη διπλομανταλωμένη αξιοπρέπεια της σιωπής
τώρα που όλοι ξέρουν ποιους ικετέψαμε, σε ποιες αγκαλιές
συσπειρωθήκαμε,
κι είναι το πρόσωπό μας σα νταμάρι ρημαγμένο
κι είμαστε σαν ψημένα κάστανα που εύκολα τα ξεφλουδίζει κανείς.