Όταν θα ’ρθη κάποια φορά που θα γεράσης –συμφορά–
κι’ άσπρα τα μαύρα σου μαλλιά θε να τα βάψη ο Χρόνος,
θα νοιώσης τότε, πως για μπρος δεν πάει άλλο πια, και πως
μονάχα η θύμηση σκοπός Νινόν σού μένει μόνος!...
Και τότε, με μια κάποια ορμή στο κυρτωμένο σου κορμί,
τα «τραγουδάκια» μου θα βρης σ’ ένα κρυφό συρτάρι,
κι’ αναγερτή σ’ ένα φωτέιγ, μπρος στη θερμάστρα που θα καίη,
στο διάβασμά τους θ’ αφεθής που θα σε συνεπάρη!...
Κι’ όταν τελειώσης, σιωπηλή, θα ονειρευτής ώρα πολλή
τα Ερωτικά μας Κύθειρα που θα ’χει θάψ’ η λήθη,
κι’ ενώ τα δάκρυα θα κυλούν στα μάγουλά σου, θα ιστορούν
τα οράματά σου… του φτωχού Ποιητού το παραμύθι…
Μα εκεί, που δεκαοχτώ χρονών παιδούλα, θα μεθάς Νινόν
στην αγκαλιά μου και γλυκά ερωτόλογα θα λες,
θα ’ρθουν τα εγγόνια σου δειλά, κι’ αφού προσέξουνε καλά,
θα σε ρωτήσουν ξαφνικά: «Γιατί γιαγιάκα κλαις;»
Τότες κι’ εγώ, στην αγκαλιά της Γης γερμένος, τα παληά
μεσ’ απ’ του Χάρου το πυκνό θ’ αναθυμιέμαι βέλο,
κι’ ωσάν σε ρεσιτάλ, ωιμέ, τους στίχους που έγραψα για σε,
μεσ’ στους αιώνες, στα έκπληκτα σκουλίκια θ’ απαγγέλω!
~
από τη συλλογή Το φιλμ της ζωής, εκδ. των Χρονικών, Αθήνα 1934
(ενότητα «Νινόν»)
κι’ άσπρα τα μαύρα σου μαλλιά θε να τα βάψη ο Χρόνος,
θα νοιώσης τότε, πως για μπρος δεν πάει άλλο πια, και πως
μονάχα η θύμηση σκοπός Νινόν σού μένει μόνος!...
Και τότε, με μια κάποια ορμή στο κυρτωμένο σου κορμί,
τα «τραγουδάκια» μου θα βρης σ’ ένα κρυφό συρτάρι,
κι’ αναγερτή σ’ ένα φωτέιγ, μπρος στη θερμάστρα που θα καίη,
στο διάβασμά τους θ’ αφεθής που θα σε συνεπάρη!...
Κι’ όταν τελειώσης, σιωπηλή, θα ονειρευτής ώρα πολλή
τα Ερωτικά μας Κύθειρα που θα ’χει θάψ’ η λήθη,
κι’ ενώ τα δάκρυα θα κυλούν στα μάγουλά σου, θα ιστορούν
τα οράματά σου… του φτωχού Ποιητού το παραμύθι…
Μα εκεί, που δεκαοχτώ χρονών παιδούλα, θα μεθάς Νινόν
στην αγκαλιά μου και γλυκά ερωτόλογα θα λες,
θα ’ρθουν τα εγγόνια σου δειλά, κι’ αφού προσέξουνε καλά,
θα σε ρωτήσουν ξαφνικά: «Γιατί γιαγιάκα κλαις;»
Τότες κι’ εγώ, στην αγκαλιά της Γης γερμένος, τα παληά
μεσ’ απ’ του Χάρου το πυκνό θ’ αναθυμιέμαι βέλο,
κι’ ωσάν σε ρεσιτάλ, ωιμέ, τους στίχους που έγραψα για σε,
μεσ’ στους αιώνες, στα έκπληκτα σκουλίκια θ’ απαγγέλω!
~
από τη συλλογή Το φιλμ της ζωής, εκδ. των Χρονικών, Αθήνα 1934
(ενότητα «Νινόν»)
Ο Ορέστης Λάσκος (Ελευσίνα, 1907 - Αθήνα, 1992) ήταν Έλληνας ηθοποιός,
σεναριογράφος, σκηνοθέτης, ποιητής και θεατρικός επιχειρηματίας. Η
ποσοτικά τεράστια (και άνιση) κινηματογραφική παραγωγή του, επισκίασε
άλλες πλευρές του δημιουργικού ταλέντου του Λάσκου και, ιδιαίτερα, την
ποίησή του. Ποίηση και κινηματογράφος βρίσκονταν σε σύγκρουση στον
Λάσκο: όταν καταπιανόταν με το ένα, κατά κανόνα παραμελούσε το άλλο,
όπως φαίνεται και από τις χρονολογίες της κινηματογραφικής παραγωγής
του, σε σύγκριση με εκείνες των ποιητικών εκδόσεών του. Κατά βάθος ήταν,
όπως είχε παρατηρήσει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ένας ποιητής "που
κρυβόταν θεληματικά πίσω από τον θεατρίνο". Ασχολήθηκε με τη σύνθεση
ποιημάτων από τα εφηβικά κιόλας χρόνια του. Την εποχή που ήταν ηθοποιός
στο ελαφρύ θέατρο, συνήθιζε να απαγγέλλει τα έργα του στο κοινό "με τη
βροντώδη φωνή του". Φαίνεται πως αυτήν την πρακτική τη διατήρησε κι
αργότερα και, πιθανότατα, η δημόσια απαγγελία ήταν στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος του Λάσκου ως ποιητή. Εξέδωσε αρκετές ποιητικές συλλογές
σε μια περίοδο διάρκειας 40 ετών, από το 1934 έως το 1974. Το 1942
νυμφεύθηκε την τραγουδίστρια Στέλλα Γκρέκα, με την οποία χώρισε το 1947.
Δεύτερη σύζυγός του, από το 1960 έως το θάνατό του, υπήρξε η ηθοποιός
Μπεάτα Ασημακοπούλου.