Έφτιαξα ένα στρώμα από αναμνήσεις κι έπεσα πάνω του να κοιμηθώ.. Ήταν ο μόνος τρόπος να σε νιώσω δίπλα μου αυτό το βράδυ...
Άρχισαν να με τυλίγουν γλυκά οι θύμισες από τα πρωινά που ξυπνούσα με την μυρωδιά σου πάνω μου και γύρω μου, που με ανακατεμένα μαλλιά και μισόκλειστα μάτια κουλουριαζόμουν σαν απροστάτευτη ψυχή κοντά σου, κι ας κοιμόσουν κι ας μη μ' έβλεπες, κι ας μην μπορούσες ν' αντιληφθείς την τόση ανάγκη μου για επαφή.. Έμπλεκα τα δάχτυλα μου στα δικά σου δάχτυλα και με το άλλο μου χέρι σχεδίαζα το περίγραμμα των χειλιών σου...
Είσαι τόσο όμορφος όταν κοιμάσαι...!!
Κι εγώ ένιωθα σαν προστάτιδα δίπλα σου, που έπρεπε να προφυλάξει αυτήν την ομορφιά από οτιδήποτε άσχημο μπορούσε να σε βλάψει.. Θυμήθηκα εκείνη την πρώτη φορά μας στο νησί.. Ιούλιος.. πριν κάποια χρόνια.. Πίσω από βράχια ολοκληρώναμε τον έρωτα μας..
Ακόμη μυρίζω την αλμύρα στο κορμί σου.. Ακόμη βλέπω τις ηλιαχτίδες που ξεκουράζονται στο μέτωπο σου.. Ακόμη ακούω το κύμα που έδινε ρυθμό στο σμίξιμο μας... Κι εκείνο το κοχύλι.. θυμάσαι;; Το'χω φυλάξει στο συρτάρι και του μιλώ όταν δεν έχω που να πω μια καλημέρα...
Μέσα στο λήθαργο των αναμνήσεων, στην αυταπάτη ότι τα ζω ξανά.. γέλασα ολόψυχα όταν θυμήθηκα κάποιο ξημέρωμα που μεθυσμένοι παραπατούσαμε στους δρόμους, που με τα γέλια μας ξυπνήσαμε όλους τους κοιμισμένους, που μου τραγούδαγες κρατώντας με αγκαλιά κι αλλαφιασμένοι
ανεβήκαμε ως το σπίτι...
Κι έμοιαζε το μεθύσι απ το ποτό τόσο ανίσχυρο μπροστά στο μεθύσι του έρωτα μας , γιατί η ένωση μας κάθε φορά ήταν το πιο γλυκό , το πιο εξωφρενικό το πιο δυνατό μεθύσι..
Κάτι με τράβηξε απ' το χέρι και με πήγε απόγευμα Τετάρτης στην Σταδίου. Εκεί, στην ίδια γωνιά που με περίμενες. Ψιλόβρεχε κι έκανε κρύο βαρύς εκείνος ο χειμώνας αλλά δε με'νοιαζε, δε μ' άφησες ποτέ σου να κρυώσω.
Έτρεξες γρήγορα προς το μέρος μου κι έκανες ομπρέλα το μπουφάν σου, να μην μπορέσει καμιά σταγόνα να τρυπώσει μες τα ρούχα μου.. Ξάφνου, και κάτω απ' το μπουφάν με πήρες σφιχτά στην αγκαλιά σου κι άρχισες να με στριφογυρίζεις κάτω απ' τη βροχή..<<θέλω ένα βροχερό χορό μαζί σου>> φώναζες... Δε μπόρεσα να αντισταθώ, δεν ήταν τόσο ο χορός που με συνεπήρε αλλά αυτό το πάθος στα μάτια σου να ζήσεις ακόμη μια εμπειρία μαζί μου...
Κάτι γλυκό ήρθε και κάθησε στα χείλη μου. Μια μυρωδιά από γιασεμί και ανθισμένες γαζίες πλημμύρισε τον χώρο. Έκλεισα τα μάτια μου και βούλιαξα στις μυρωδιές. Τα άνοιξα και ήταν Άνοιξη.. Καθόσουν σ' ένα καταπράσινο κήπο κι έπλεκες στεφάνι να στολίσεις τα μαλλιά μου, ήταν πρωτομαγιά. Φορούσα το φόρεμα με τις κίτρινες μαργαρίτες, θυμάσαι πόσο σου άρεσε;;; ΄΄Είσαι η κόρη της πρωτομαγιάς΄΄ ψιθύρισες.. σου αξίζει το πιο όμορφο λουλουδένιο στέμμα.. Το ακούμπησες τρυφερά στα μαλλιά μου και με φίλησες τόσο αγνά, τόσο αθώα, σαν να' μουν η ιέρεια της άνοιξης και όφειλες να δείξεις σεβασμό. Θα μπορούσα να σφραγίσω για πάντα τα χείλη μου να μην χάσω ποτέ αυτή τη γλύκα από το φιλί σου.. Μα, πως θα μπορέσω να σου φωνάζω σ'αγαπώ αγαπημένε μου με σφραγισμένα χείλη;
Αυτή τη γλύκα έφερα ξανά στην θύμηση μου απόψε και έσφιξα τα χείλη μου τόσο δυνατά , να μην ξεφύγει ούτε το ελάχιστο αυτής της αίσθησης. Ώσπου, βρέθηκα σε μια εποχή κίτρινη και γκρίζα ταυτόχρονα,σε μια εποχή αποσύνθεσης... Γύρω μου κιτρινισμένα φύλλα, άφηναν γυμνά τα δέντρα, ένα χώμα νωπό μύριζε πρωτοβρόχι κι εγώ πίσω από ένα τζαμί θολό, χαζεύω με μια παράξενη μελαγχολία των αποχωρισμό των φύλλων απ' τα δέντρα.
Με πλησιάζεις με μια κούπα ζεστό καφέ, χαϊδεύεις τα μαλλιά μου και μαντεύεις τους συνειρμούς που έφεραν αυτή τη μελαγχολία. Ψέλλισες τ΄όνομά μου , μ' αυτόν τον δικό σου ιδιαίτερο, μοναδικό τρόπο σαν κάθε φορά να αναφερόσουν στον Θεό σου.. Με το όνομα μου στα χείλη σου, με λόγια αγάπης και υπόσχεσης ζωής ημέρεψες τους συνειρμούς μου, ησύχασες τις σκέψεις μου κι έκανες
αυτόν το γκρίζο και μουντό καιρό να μοιάζει όμορφος. Αλλά ποιός νοιάζεται για γκρίζες εποχές όταν είναι ευτυχισμένος;
Αφέθηκα στις αναμνήσεις και ξημέρωσε... Ένας κόμπος νοσταλγίας μου πνίγει τον λαιμό και τούτο το δωμάτιο είναι τόσο κρύο.. Μπάζει παγωνιά η απουσία σου..
Κι ο κόσμος έξω έχει Αύγουστο...!!!
Άρχισαν να με τυλίγουν γλυκά οι θύμισες από τα πρωινά που ξυπνούσα με την μυρωδιά σου πάνω μου και γύρω μου, που με ανακατεμένα μαλλιά και μισόκλειστα μάτια κουλουριαζόμουν σαν απροστάτευτη ψυχή κοντά σου, κι ας κοιμόσουν κι ας μη μ' έβλεπες, κι ας μην μπορούσες ν' αντιληφθείς την τόση ανάγκη μου για επαφή.. Έμπλεκα τα δάχτυλα μου στα δικά σου δάχτυλα και με το άλλο μου χέρι σχεδίαζα το περίγραμμα των χειλιών σου...
Είσαι τόσο όμορφος όταν κοιμάσαι...!!
Κι εγώ ένιωθα σαν προστάτιδα δίπλα σου, που έπρεπε να προφυλάξει αυτήν την ομορφιά από οτιδήποτε άσχημο μπορούσε να σε βλάψει.. Θυμήθηκα εκείνη την πρώτη φορά μας στο νησί.. Ιούλιος.. πριν κάποια χρόνια.. Πίσω από βράχια ολοκληρώναμε τον έρωτα μας..
Ακόμη μυρίζω την αλμύρα στο κορμί σου.. Ακόμη βλέπω τις ηλιαχτίδες που ξεκουράζονται στο μέτωπο σου.. Ακόμη ακούω το κύμα που έδινε ρυθμό στο σμίξιμο μας... Κι εκείνο το κοχύλι.. θυμάσαι;; Το'χω φυλάξει στο συρτάρι και του μιλώ όταν δεν έχω που να πω μια καλημέρα...
Μέσα στο λήθαργο των αναμνήσεων, στην αυταπάτη ότι τα ζω ξανά.. γέλασα ολόψυχα όταν θυμήθηκα κάποιο ξημέρωμα που μεθυσμένοι παραπατούσαμε στους δρόμους, που με τα γέλια μας ξυπνήσαμε όλους τους κοιμισμένους, που μου τραγούδαγες κρατώντας με αγκαλιά κι αλλαφιασμένοι
ανεβήκαμε ως το σπίτι...
Κι έμοιαζε το μεθύσι απ το ποτό τόσο ανίσχυρο μπροστά στο μεθύσι του έρωτα μας , γιατί η ένωση μας κάθε φορά ήταν το πιο γλυκό , το πιο εξωφρενικό το πιο δυνατό μεθύσι..
Κάτι με τράβηξε απ' το χέρι και με πήγε απόγευμα Τετάρτης στην Σταδίου. Εκεί, στην ίδια γωνιά που με περίμενες. Ψιλόβρεχε κι έκανε κρύο βαρύς εκείνος ο χειμώνας αλλά δε με'νοιαζε, δε μ' άφησες ποτέ σου να κρυώσω.
Έτρεξες γρήγορα προς το μέρος μου κι έκανες ομπρέλα το μπουφάν σου, να μην μπορέσει καμιά σταγόνα να τρυπώσει μες τα ρούχα μου.. Ξάφνου, και κάτω απ' το μπουφάν με πήρες σφιχτά στην αγκαλιά σου κι άρχισες να με στριφογυρίζεις κάτω απ' τη βροχή..<<θέλω ένα βροχερό χορό μαζί σου>> φώναζες... Δε μπόρεσα να αντισταθώ, δεν ήταν τόσο ο χορός που με συνεπήρε αλλά αυτό το πάθος στα μάτια σου να ζήσεις ακόμη μια εμπειρία μαζί μου...
Κάτι γλυκό ήρθε και κάθησε στα χείλη μου. Μια μυρωδιά από γιασεμί και ανθισμένες γαζίες πλημμύρισε τον χώρο. Έκλεισα τα μάτια μου και βούλιαξα στις μυρωδιές. Τα άνοιξα και ήταν Άνοιξη.. Καθόσουν σ' ένα καταπράσινο κήπο κι έπλεκες στεφάνι να στολίσεις τα μαλλιά μου, ήταν πρωτομαγιά. Φορούσα το φόρεμα με τις κίτρινες μαργαρίτες, θυμάσαι πόσο σου άρεσε;;; ΄΄Είσαι η κόρη της πρωτομαγιάς΄΄ ψιθύρισες.. σου αξίζει το πιο όμορφο λουλουδένιο στέμμα.. Το ακούμπησες τρυφερά στα μαλλιά μου και με φίλησες τόσο αγνά, τόσο αθώα, σαν να' μουν η ιέρεια της άνοιξης και όφειλες να δείξεις σεβασμό. Θα μπορούσα να σφραγίσω για πάντα τα χείλη μου να μην χάσω ποτέ αυτή τη γλύκα από το φιλί σου.. Μα, πως θα μπορέσω να σου φωνάζω σ'αγαπώ αγαπημένε μου με σφραγισμένα χείλη;
Αυτή τη γλύκα έφερα ξανά στην θύμηση μου απόψε και έσφιξα τα χείλη μου τόσο δυνατά , να μην ξεφύγει ούτε το ελάχιστο αυτής της αίσθησης. Ώσπου, βρέθηκα σε μια εποχή κίτρινη και γκρίζα ταυτόχρονα,σε μια εποχή αποσύνθεσης... Γύρω μου κιτρινισμένα φύλλα, άφηναν γυμνά τα δέντρα, ένα χώμα νωπό μύριζε πρωτοβρόχι κι εγώ πίσω από ένα τζαμί θολό, χαζεύω με μια παράξενη μελαγχολία των αποχωρισμό των φύλλων απ' τα δέντρα.
Με πλησιάζεις με μια κούπα ζεστό καφέ, χαϊδεύεις τα μαλλιά μου και μαντεύεις τους συνειρμούς που έφεραν αυτή τη μελαγχολία. Ψέλλισες τ΄όνομά μου , μ' αυτόν τον δικό σου ιδιαίτερο, μοναδικό τρόπο σαν κάθε φορά να αναφερόσουν στον Θεό σου.. Με το όνομα μου στα χείλη σου, με λόγια αγάπης και υπόσχεσης ζωής ημέρεψες τους συνειρμούς μου, ησύχασες τις σκέψεις μου κι έκανες
αυτόν το γκρίζο και μουντό καιρό να μοιάζει όμορφος. Αλλά ποιός νοιάζεται για γκρίζες εποχές όταν είναι ευτυχισμένος;
Αφέθηκα στις αναμνήσεις και ξημέρωσε... Ένας κόμπος νοσταλγίας μου πνίγει τον λαιμό και τούτο το δωμάτιο είναι τόσο κρύο.. Μπάζει παγωνιά η απουσία σου..
Κι ο κόσμος έξω έχει Αύγουστο...!!!
~
από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή "Τρεις εποχές και μια άνοιξη"
πηγή η ιστοσελίδα που συνδιαχειρίζεται η ποιήτρια
πηγή η ιστοσελίδα που συνδιαχειρίζεται η ποιήτρια
Η Βάσω Κανιώτη γεννήθηκε στο Αγρίνιο και κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε την τέχνη της γαστρονομίας δουλεύοντας πολλά χρόνια σε τουριστικές επιχειρήσεις. Η συγγραφή και η ποίηση ήταν πάντα εκείνο που συντρόφευε τη ζωή της και τον ελεύθερο χρόνο της, μιας και για εκείνη η ποίηση, είναι ο σπουδαιότερος τρόπος έκφρασης Μια βαθύτατη αναγκαιότητα να επικοινωνήσει, να μοιραστεί και να μεταδώσει όσα ενδεχομένως συμβαίνουν στην ψυχή και το μυαλό της.. Στο επόμενο διάστημα θα κυκλοφορήσει η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Τρεις εποχές και μια Άνοιξη». Ασχολείται επίσης ερασιτεχνικά με την ζωγραφική παίρνοντας μέρος σε ερασιτεχνικές εκθέσεις, καθώς επίσης και με την δημιουργία πλεκτών, χειροποίητων ρούχων.