Φυσάει σφοδρὸς ὁ ἀέρας,
καὶ τὸ δάσος κυμαίνεται
τῆς Σελλαιίδος· φθάνουσι
μακρὰν ἐδῶ, ὅπου κάθομαι,
μουσικὰ μέτρα. 5
β´.
στίχοι δὲν εἶναι, ἢ γάμου,
ἢ πανηγυριζόντων
νέων γυναικῶν καὶ ἀνθρώπων,
μήτε ἱερέων. 10
γ´.
Ἄλλη λαμπρὰ πανήγυρις
τὴν σήμερον ἑορτάζεται
εἰς τὴν Ἑλλάδα· ὁ ἄγγελος
χορεύει τοῦ πολέμου·
δάφνας μοιράζει. 15
δ´.
Βράχοι ὑψηλοί, διαβόητοι,
βουνὰ τοῦ τετραχώρου,
ἀπὸ σᾶς καταβαίνουσι
πολλοὶ καὶ δυνατοὶ
ἀδάμαστοι ἄνδρες. 20
ε´.
Κάθε χέρι, κλαδὶ·
κάθε κεφάλι φέρνει
στέφανον· ἀπὸ βράχον
πηδάουν εἰς βράχον ψάλλοντες
πολέμιον ᾆσμα. 25
ς´.
«Μακρὰν καὶ σκοτεινὴν
»ζωὴν τὰ παλληκάρια
»μισοῦν· ὄνομα ἀθάνατον
»θέλουν καὶ τάφον ἔντιμον
»ἀντὶς διὰ στρῶμα.» 30
ζ´.
Οὕτως ἐβόουν· συμφώνως
τ᾿ ἅρματά τους ἐβρόνταον
καὶ τ᾿ ἄντρα.... - Ὦ δὲν ἀκούω
πλέον παρὰ τὸν ἄνεμον
καὶ τοὺς χειμάρρους. - 35
η´.
Ἐσὺ ὁποὺ τρέχεις, πρόσμενε
ὦ στρατιῶτα· εἰπέ μου,
καὶ ἂς μὴ σὲ κυνηγήσῃ
βόλι τοῦ ἐχθροῦ, ποῦ ὑπῆγαν
οἱ σύντροφοί σου; - 40
θ´.
«Λείπει ὁ καιρός. Ἂν ἔχῃς
»ἐλαφρὰ τὰ ποδάρια,
»καὶ στῆθος, ἀκολούθα με·
»τρέξε καὶ σὺ μ᾿ ἐμένα·
»μᾶς φεύγει ἡ ὥρα. - 45
ι´.
Γνωρίζω τὴν φωνήν σου.
Ὁδήγει. - Οἱ βράχοι φεύγουσι
τώρα ὑπὸ τὰ πατήματα
συχνά, φεύγουν ὀπίσω
σπήλαια καὶ δένδρα. 50
ια´.
Τῶν ποταμῶν πλατέα
νερά, βαθέα λαγγάδια,
ἔρημα μονοπάτια,
δάση, βουνά, χωράφια,
φεύγουν ὀπίσω. 55
ιβ´.
Ἰδοὺ τὸ Καρπενήσι·
αὐτοῦ ἀπὸ τὰ ψηλώματα,
ὅπου ἀναμένω, βλέπω
κρυπτὸν στεφανομένων
σύνταγμα ἡρῴων. 60
ιγ´.
Καὶ ἀντίκρυ τὰ ἀναθρέμματα
τοῦ Ὀσμᾶν μὲ᾿ δίχως τάξιν,
πλὴν χιλιάδας, χιλιάδας
βλέπω συγκεχυμένων
πεζῶν καὶ ἱππέων. 65
ιδ´.
Ὡς εἰς χώραν ἑορτάζουσαν
συντρέχει μὲν ὁ κόσμος
πολύς, κλαγγὰς δὲ ὀργάνων,
φωνὰς δὲ ἀνδρῶν χαιρόντων
ἀκούεις καὶ κρότον. 70
ιε´.
Οὕτω καὶ εἰς τὸ στρατόπεδον
τῶν βαρβάρων ἀκούεις
κραυγάς, τύμπανα, κτύπους·
ὅμως ἀτρέμα ὁ θάνατος
στέκων τοὺς βλέπει. 75
ις´.
Ὡς τόσον τῆς ἡμέρας
τὸ φῶς ἐγίνη κ᾿ ἄφαντον·
τοὺς οὐρανοὺς σκεπάζει
τὸ φοβερόν σου κάλυμμα
ἱερὰ νύκτα. 80
ιζ´.
Μητέρα φρονημάτων
ὑψηλῶν, συνεργὲ
ψυχῶν τολμηροτάτων,
νύκτα οὐρανία καὶ σύγχρονε
δικαιοσύνης. 85
ιη´.
Συχνὰ ἀπὸ σὲ παιδεύονται
λαοὶ ἄφρονες, ἄσωτοι·
συχνὰ καὶ τῶν τυράννων
ἀλλάζεις τὴν χρυσῆν
ζώνην εἰς στάκτην. 90
ιθ´.
Τώρα ἐδῶ τὸ πυκνότερον
σκότος σου χῦσαι. Ἄνθρωπος
ἄνθρωπον ἂς μὴ βλέπῃ,
ἂς μὴ ῾ξανοίγῃ μάτι
χεῖρα ὠπλισμένην. 95
κ´.
Τὸ πνεῦμα ταραγμένον
τῶν ἐχθρῶν της πατρίδος μου
ἂς πλάσση φοβεροὺς
γίγαντας, καὶ ἂς φαντάζεται
παντοῦ μαχαίρας. 100
κα´.
Ἀκούω, ἀκούω τὸν θόρυβον
ὡς ἀρχομένης μάχης·
κουφοβροντάει τοιούτως,
ὅτε ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους
ρίχνεται ἡ θάλασσα. 105
κβ´.
Δάσος βοάει τοιούτως,
ὁπότε ἀπὸ τὰ σύγνεφα
σκληρῶς τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος·
ξηρὰ τὰ φύλλα φεύγουσιν
εἰς τὸν ἀέρα. 110
κγ´.
Νά, τῶν σπαθιῶν ὁ κρότος
προδήλως τώρα ἀκούεται·
νά, πέφτουν ὡς οὐράνιαι
βρονταί, πολλά, ἀπροσδόκητα
βόλια θανάτου. 115
κδ´.
Νά, πανταχοῦ σηκόνονται
ὁμοὺ καὶ τῶν νικώντων,
καὶ τῶν νενικημένων
ᾑ φωναί, τρομερὴ
φρικτὴ ἁρμονία. 120
κε´.
Ὦ ἄγγελοι, ὁποὺ ἐτάχθητε
φύλακες τῶν δικαίων,
τῆς Σελλαιίδος σώσατε
τὰ τέκνα καὶ τὸν Μπότσαρην
διὰ τὴν Ἑλλάδα. 125
κς´.
Ἔπαυσ᾿ ἡ μάχη ὁλότελα,
ἀναχωρεῖ καὶ ἡ νύκτα·
ἰδοὺ ποὺ τ᾿ ἄστρα ἀχνύζουσι,
καὶ οἱ καθαροὶ λευκαίνονται
αἰθέριοι κάμποι. 130
κζ´.
Πυκναί, πυκναὶ ὡς ὁμίχλη,
περνάουν ἀπ᾿ ἔμπροσθέν μου
τῶν ψυχῶν ᾑ χιλιάδες·
τὰ χέρια των ἀκόμα
στάζουσιν αἷμα. 135
κη´.
Ἄνομοι, τὸν σταυρὸν
ἐχθρὸν ἐπῆραν· καὶ ἄγγελος
τοὺς ὁδηγεῖ· εἰς τὸ πρόσωπόν
του λάμπει ἡ καταδίκη,
ρομφαῖα ῾ς τὸ χέρι. 140
κθ´.
Ἰδοὺ ἀνὰ δεκάδας,
πετάουν καὶ τῶν Ἑλλήνων
τὰ πνεύματα ἐλαφρά·
ἀστράπτουν ὡς ᾑ ἀκτῖνες
τοῦ πρώτου ἡλίου. 145
λ´.
Φέρνει σταυρὸν καὶ βάϊα
ὁ πτερωμένος ἄγγελος
ποὺ τοὺς ἡγεμονεύει·
ψάλλοντες ἀναβαίνουσιν
ὑπὲρ τὰ νέφη. 150
λα´.
Ψυχαὶ μαρτύρων χαίρετε·
τὴν ἀρετήν σας ἄμποτε
νὰ μιμηθῶ εἰς τὸν κόσμον,
καὶ νὰ φέρω τὴν λύραν μου
μέ σᾶς νὰ ψάλλω. 155
από το βιβλίο Ωδαί, εκδ. Ωκεανίδα, 1997
Ο Ανδρέας Κάλβος (Ζάκυνθος, 1792 – Κέντιγκτον Αγγλίας 1869) ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές, του οποίου δεν υπάρχει γνωστή απεικόνιση. Η νεοκλασικιστική του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίηση του το δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα αρχαιοελληνικά πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τον πουριτανισμό με τον λανθάνοντα ερωτισμό, την αυστηρότητα, τη μελαγχολία, την κλασικιστική φόρμα με το ρομαντικό περιεχόμενο, σύζευξη που είναι ορατή ακόμη και στη γλώσσα (αρχαΐζουσα με βάση δημοτική) και στη μετρική (αρχαϊκή στροφή και μέτρο που συχνά δημιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, δεκαπεντασύλλαβους). Τα έργα του Κάλβου δέχτηκαν αρκετή κριτική από τις δύο επικρατούσες παρατάξεις διανοουμένων της ελληνικής πραγματικότητας. Οι Φαναριώτες από τη μία και οι Επτανήσιοι από την άλλη, αρνήθηκαν στις Ωδές του το δικαίωμα πολιτογράφησης στον χώρο της ελληνικής ποίησης. Ο Κάλβος γεννήθηκε μεν στη Ζάκυνθο και γύρισε εκεί μετά τη συγγραφή των Ωδών του, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως Επτανήσιος ποιητής. Δεν ανήκει στη σχολή που παγιωνόταν γύρω από τον Σολωμό και μάλιστα κανένας λόγιος των Επτανήσων δεν τον θεώρησε ποτέ ως Ιόνιο ποιητή. Πολλοί άσκησαν κριτική στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Κάλβος, αν και παραδέχονταν την ποίηση του. Το ίδιο και οι Φαναριώτες. Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες λόγιους, ο γαλλικός τύπος παρουσιαζόταν ενθουσιασμένος από τα έργα του Κάλβου, τα οποία κατάφεραν να πείσουν τους ξένους πολύ πιο εύκολα απ' ό,τι τους συμπατριώτες του. Η πρώτη νομιμοποίηση του ποιητή από την ελληνική πλευρά έρχεται από τον Βικέλα και ολοκληρώνεται στην ομιλία του Παλαμά το 1889, με την οποία γνωρίζεται στο ευρύτερο κοινό [Βιογραφία]