Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού.
Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειρο
Όμως ποιός δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας
Ποιός δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο
Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας,
αισθήματα πιο πλούσια από τ’ άναμμα της σάρκας
Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους
Ξέρεις πως θά ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας
Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να ’ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας
Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, κι όμως γιατί ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;
Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού.
Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειρο
Όμως ποιός δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας
Ποιός δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο
Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας,
αισθήματα πιο πλούσια από τ’ άναμμα της σάρκας
Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους
Ξέρεις πως θά ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας
Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να ’ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας
Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, κι όμως γιατί ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;
Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 1925 – Αθήνα, 2005) ήταν ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε στα γράμματα νεότατος, στη διάρκεια της Κατοχής, στο περιοδικό "Πειραϊκά Γράμματα" (1942) και στο φοιτητικό περιοδικό "Ξεκίνημα" (1944). Του τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε πυκνή παρουσία στην εφημερίδα "Αυγή", με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό "Κριτική" (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των "Δεκαοχτώ κειμένων" (1970), των "Νέων κειμένων" και του περιοδικού "Η συνέχεια" (1973). Έγραψε ποίηση, κριτικά κείμενα και δοκίμια: "Εποχές", 1945, "Εποχές 2", 1948, "Εποχές 3", 1951, "Η συνέχεια", 1954, "Τα ποιήματα 1941-1956" (συγκεντρωτική έκδοση των τεσσάρων πρώτων ποιητικών συλλογών, μαζί με τις "Παρενθέσεις" και το "Η συνέχεια 2"), 1956, "Η συνέχεια 3", 1962, "Υπέρ και κατά", 1965, "Τα ποιήματα", 1971 (συγκεντρωτική έκδοση όλων των προηγούμενων ποιητικών συλλογών καθώς και του "Στόχου", που ένα μέρος του περιλήφθηκε στα "Δεκαοχτώ κείμενα"), "Αντιδογματικά, άρθρα και σημειώματα", 1978, "Το περιθώριο '68-'69", 1979, "Μανούσος Φάσσης: παιδική μούσα", 1980, "ΥΓ.", 1992, "Τα συμπληρωματικά", 1985, "Μανούσος Φάσσης: ο κατήφορος", 1986, "Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης", 1987, "Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας άλλης εποχής στους παλιούς ρυθμούς-μια προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη", 1990. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών, στην Αθήνα, τα ξημερώματα της Πέμπτης 23 Ιουνίου 2005. [Βιογραφία]