Η πρωτόγνωρη άνοιξη οικοδόμησε έναν πανύψηλο ουράνιο θόλο,
Στα σύννεφα δόθηκε εντολή το θόλο τούτο να μη σκοτεινιάζουν.
Και θαύμαζαν οι άνθρωποι: έρχονται του Σεπτέμβρη τα τέρμινα,
Μα που χάθηκαν οι παγωμένες, υγρές ημέρες; . . .
Σμαραγδένιο το νερό των θολών καναλιών,
Και το χορτάρι μύρισε σα ρόδα, μόνο πιο δυνατά,
Ήταν πνιγηρά τις ανυπόφορες, δαιμονικές και πορφυρές χαραυγές,
Τις θυμόμασταν όλοι μέχρι των ημερών μας το τέλος.
Ο ήλιος ήταν τέτοιος, θαρρείς και μπήκε στην πρωτεύουσα ο στασιαστής,
Και το ανοιξιάτικο φθινόπωρο διψασμένα χαϊδευόταν μαζί του,
Που νόμιζες πως τώρα θα λευκάνει ο διάφανος γάλανθος . . .
Τότε ήταν που ήρθες εσύ, ήρεμος, στο ξώστεγό σου.
Σεπτέμβριος 1922
Στα σύννεφα δόθηκε εντολή το θόλο τούτο να μη σκοτεινιάζουν.
Και θαύμαζαν οι άνθρωποι: έρχονται του Σεπτέμβρη τα τέρμινα,
Μα που χάθηκαν οι παγωμένες, υγρές ημέρες; . . .
Σμαραγδένιο το νερό των θολών καναλιών,
Και το χορτάρι μύρισε σα ρόδα, μόνο πιο δυνατά,
Ήταν πνιγηρά τις ανυπόφορες, δαιμονικές και πορφυρές χαραυγές,
Τις θυμόμασταν όλοι μέχρι των ημερών μας το τέλος.
Ο ήλιος ήταν τέτοιος, θαρρείς και μπήκε στην πρωτεύουσα ο στασιαστής,
Και το ανοιξιάτικο φθινόπωρο διψασμένα χαϊδευόταν μαζί του,
Που νόμιζες πως τώρα θα λευκάνει ο διάφανος γάλανθος . . .
Τότε ήταν που ήρθες εσύ, ήρεμος, στο ξώστεγό σου.
Σεπτέμβριος 1922