Και ξαφνικά την είδε
εκείνος με το τρυφερό καστανόφυλλο βλέμμα
Μα σα να μην είδε τίποτε ακόμη στάθηκε
μήτε πλησίαζε μήτε έφευγε
παρά κοιτούσε που σιγά-σιγά
σα να σηκωνόταν κατάμαυρος
από τα μάτια του ο κόσμος
Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτα δεν είμαστε
Γιατί εκείνη κρεμότανε τώρα απ'το σκοινί
στο πίσω μέρος του σπιτιού
Εκεί που στενεύει γκρίζο το φως
και κανείς κρυώνει στην αυλή
μετά τη δύση του ήλιου - εκεί κρεμότανε
Και το κεφάλι της στο πλάι
Και τα μαλλιά της νωπά από τη νύχτα
να τα φυσάει το φεγγάρι
Τόσο διψούσαν ακόμη για ζωή
Μα γύρω από το σώμα της
περασμένα σφιχτά δαχτυλίδια θανάτου
Και το βλέμμα της ριγμένο στο χώμα
σα να τον αναζητούσε
Με μια στεγνή απελπισία αδειασμένο
πάνω στο θέαμα του κόσμου
Τα χείλη αμίλητα κι η ξεχασμένη λέξη της αγάπης να κατατρώει το σκοινί
Σαν πουλί που ξέκοψε από τ'άλλα
Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτα δεν είμαστε
Γιατί κάτω απ'το παράλυτο σύννεφο
κρεμότανε το ακίνητο χρώμα
σαν κάτι που άλλοτε ήταν το κορμί μιας νεκρής
μα τώρα μήτε αυτό πια
Και σ'ένα βαθύ χαντάκι άχρηστου κρύου
Και ο άνεμος το πηγαινόφερνε
μυρίζοντας ξερό βοτανισμένο χώμα
και σωρούς καμένα χόρτα
Αλλά ας πούμε πως την έλεγαν Ραχήλ
Πόσο θα ήθελε να ψιθυρίσει
Υπάρχουν λογής-λογής σκοτάδια της καρδιάς
Μα του θανάτου το σκοτάδι τίποτε δε μου επιτρέπει πια
Και η ζωή αυτό το σιγαλοπερπάτητο χλιαρό φως
Το άλλοτε τόσο τρυφερό για μένα νεκρώσιμο στεφάνι
στην ακαταστασία των ακόμη θερμών μου μαλλιών
Και μόνο η ξεχασμένη λέξη της αγάπης να κατατρώει το σκοινί
Σαν πουλί που ξέκοψε από τ'άλλα
εκείνος με το τρυφερό καστανόφυλλο βλέμμα
Μα σα να μην είδε τίποτε ακόμη στάθηκε
μήτε πλησίαζε μήτε έφευγε
παρά κοιτούσε που σιγά-σιγά
σα να σηκωνόταν κατάμαυρος
από τα μάτια του ο κόσμος
Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτα δεν είμαστε
Γιατί εκείνη κρεμότανε τώρα απ'το σκοινί
στο πίσω μέρος του σπιτιού
Εκεί που στενεύει γκρίζο το φως
και κανείς κρυώνει στην αυλή
μετά τη δύση του ήλιου - εκεί κρεμότανε
Και το κεφάλι της στο πλάι
Και τα μαλλιά της νωπά από τη νύχτα
να τα φυσάει το φεγγάρι
Τόσο διψούσαν ακόμη για ζωή
Μα γύρω από το σώμα της
περασμένα σφιχτά δαχτυλίδια θανάτου
Και το βλέμμα της ριγμένο στο χώμα
σα να τον αναζητούσε
Με μια στεγνή απελπισία αδειασμένο
πάνω στο θέαμα του κόσμου
Τα χείλη αμίλητα κι η ξεχασμένη λέξη της αγάπης να κατατρώει το σκοινί
Σαν πουλί που ξέκοψε από τ'άλλα
Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτα δεν είμαστε
Γιατί κάτω απ'το παράλυτο σύννεφο
κρεμότανε το ακίνητο χρώμα
σαν κάτι που άλλοτε ήταν το κορμί μιας νεκρής
μα τώρα μήτε αυτό πια
Και σ'ένα βαθύ χαντάκι άχρηστου κρύου
Και ο άνεμος το πηγαινόφερνε
μυρίζοντας ξερό βοτανισμένο χώμα
και σωρούς καμένα χόρτα
Αλλά ας πούμε πως την έλεγαν Ραχήλ
Πόσο θα ήθελε να ψιθυρίσει
Υπάρχουν λογής-λογής σκοτάδια της καρδιάς
Μα του θανάτου το σκοτάδι τίποτε δε μου επιτρέπει πια
Και η ζωή αυτό το σιγαλοπερπάτητο χλιαρό φως
Το άλλοτε τόσο τρυφερό για μένα νεκρώσιμο στεφάνι
στην ακαταστασία των ακόμη θερμών μου μαλλιών
Και μόνο η ξεχασμένη λέξη της αγάπης να κατατρώει το σκοινί
Σαν πουλί που ξέκοψε από τ'άλλα
Γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα, και στα νεαρά της χρόνια εργάστηκε ως
γραμματέας στην Οικιστική Σχολή Κ. Δοξιάδη και ως βιβλιοθηκάριος στη
Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, με διακοπές λόγω της Χούντας των
Συνταγματαρχών. Παράλληλα άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία και την
ποίηση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 άρχισε να δημοσιεύει τα
ποιήματα της τόσο σε ελληνικά όσο και ευρωπαϊκά λογοτεχνικά περιοδικά,
ενώ η πρώτη της ποιητική συλλογή, η οποία είχε τίτλο Το τραγούδι των
νέων καιρών, εκδόθηκε το 1960. Πολλά ποιήματα της έχουν συμπεριληφθεί σε
σχολικά εγχειρίδια, ενώ είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ποίησή της έχει δηµοσιευτεί σε ελληνικά και ξενόγλωσσα περιοδικά.
Ποιήµατά της έχουν δηµοσιευτεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στο
έργο της αντιμετωπίζει και παρουσιάζει την πραγματικότητα με ρεαλιστική
και φιλοσοφική άποψη, ενώ το 2015 βραβεύθηκε για το έργο της από την
Ακαδημία Αθηνών και την Εταιρεία Συγγραφέων.Είναι παντρεμένη με τον
ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη. [Βιογραφία]