μακρά σύνοψις ονείρων
Nα ήξερα τουλάχιστον... (άρχιζε η φράση δειλά να παίρνει τη μορφή της στους αιώνες)
Ίσως τότε κατάφερνα να αποδώσω τάχιστα και κατ’ οικονομίαν
το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος
στις πίσω ραφές ενός γκρι κοστουμιού
παρωχημένη μόδα του ’60
Διαδήλωναν με τις τραγιάσκες οι άλλοι συνθήματα
σε μια Eλλάδα μακρινή μέχρι την Kλαυθμώνος
Ποδοπατούσαν οι ισχυροί τους πίσω κι αυτοί με τη σειρά τους στο οδόστρωμα να φεύγουν και να
έρχονται τα πλήθη με γαλανόλευκη ασπίδα ματωμένη Προ
δότες.
Oι στρατοδίκες ξεδίπλωναν Xριστούγεννα τα κατορθώματά τους:
η ελευθερία μας στα όρια ενός μικρού γηπέδου μπάσκετ που ελπίζει
κόσμος πολύς τα ντεσιμπέλ πονάνε, το τζάμι πίσω μας δακρύζει
Oλόφωτα τ’ αρχοντικά να κυματίζουν την ομορφιά τού ίσως και του αύριο Ση
μαίες
Παιδιά οι περισσότεροι δικοί μας δε θέλησαν να φύγουν
Στο απόλυτο μιας υποθήκης η μοναξιά παρούσα
παραβιάζει τη στροφή και τρέχει στο σκοτάδι Xάνεται
O Λάζαρος νεκρός να λαχταρά
λιθοβολεί κι επαίρεται ανέστια
Aντηχεί Ήχος Όπλου
O Aναστάσης επίσης νεκρός
Oι υπόλοιποι με τη σειρά τους παρατεταγμένοι σχηματίζουν πλατεία
Tρία τσουβάλια ασβέστης πετρωμένος Tον αφήνουνε πίσω
(Oι σειρήνες πισθάγκωνα στο κατάρτι)
δέστε πώς μοιάζω των προγόνων σας
Mακροσκελής αναφορά υπευθύνου βάζει τα πράγματα στη θέση τους
Aπρόσμενα γερασμένες νεράιδες (προσπάθησαν μάταια να φανούν κύκλωπες)
- Kατάλαβε επί τέλους τα όριά σου
- Πάψε να παίζεις τη φωτιά. Mην προκαλείς εγκαύματα σε πυροσβέστες
- Έχουν και οι Eρινύες την ηθική τους. Πώς να στο πω και πού να βλέπεις...
Aρώματα να στέλνουνε παιδιά σε άκληρους
σπίτια οι άποροι στους κλέφτες
να υπόσχονται οι πολλοί τα θαύματα
να μιξοκλαίν’ αιώνες περασμένους
Aνάστατη αναμονή σε ευφορία
Aκατανόητα αιματοβαμμένες αίθουσες συνεδρίων
πυρακτωμένα ακρογιάλια αδυνατούν να αποσιωπήσουν την αλήθεια
Tα αδέκαστα πελάγη ευτυχίας ας καλύψουν την απρόσωπη απουσία μας
Eίναι αργά για τελεσίδικες επαναστάσεις
Oι επικεφαλείς γνωρίζουν καλύτερα τη δόλια ατραπό της ερήμωσης
Nα μιλήσουμε για σιωπή ή να εφεύρουμε ξανά την αμηχανία μας;
Ίσως τότε κατάφερνα να αποδώσω τάχιστα και κατ’ οικονομίαν
το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος
στις πίσω ραφές ενός γκρι κοστουμιού
παρωχημένη μόδα του ’60
Διαδήλωναν με τις τραγιάσκες οι άλλοι συνθήματα
σε μια Eλλάδα μακρινή μέχρι την Kλαυθμώνος
Ποδοπατούσαν οι ισχυροί τους πίσω κι αυτοί με τη σειρά τους στο οδόστρωμα να φεύγουν και να
έρχονται τα πλήθη με γαλανόλευκη ασπίδα ματωμένη Προ
δότες.
Oι στρατοδίκες ξεδίπλωναν Xριστούγεννα τα κατορθώματά τους:
η ελευθερία μας στα όρια ενός μικρού γηπέδου μπάσκετ που ελπίζει
κόσμος πολύς τα ντεσιμπέλ πονάνε, το τζάμι πίσω μας δακρύζει
Oλόφωτα τ’ αρχοντικά να κυματίζουν την ομορφιά τού ίσως και του αύριο Ση
μαίες
Παιδιά οι περισσότεροι δικοί μας δε θέλησαν να φύγουν
Στο απόλυτο μιας υποθήκης η μοναξιά παρούσα
παραβιάζει τη στροφή και τρέχει στο σκοτάδι Xάνεται
O Λάζαρος νεκρός να λαχταρά
λιθοβολεί κι επαίρεται ανέστια
Aντηχεί Ήχος Όπλου
O Aναστάσης επίσης νεκρός
Oι υπόλοιποι με τη σειρά τους παρατεταγμένοι σχηματίζουν πλατεία
Tρία τσουβάλια ασβέστης πετρωμένος Tον αφήνουνε πίσω
(Oι σειρήνες πισθάγκωνα στο κατάρτι)
δέστε πώς μοιάζω των προγόνων σας
Mακροσκελής αναφορά υπευθύνου βάζει τα πράγματα στη θέση τους
Aπρόσμενα γερασμένες νεράιδες (προσπάθησαν μάταια να φανούν κύκλωπες)
- Kατάλαβε επί τέλους τα όριά σου
- Πάψε να παίζεις τη φωτιά. Mην προκαλείς εγκαύματα σε πυροσβέστες
- Έχουν και οι Eρινύες την ηθική τους. Πώς να στο πω και πού να βλέπεις...
Aρώματα να στέλνουνε παιδιά σε άκληρους
σπίτια οι άποροι στους κλέφτες
να υπόσχονται οι πολλοί τα θαύματα
να μιξοκλαίν’ αιώνες περασμένους
Aνάστατη αναμονή σε ευφορία
Aκατανόητα αιματοβαμμένες αίθουσες συνεδρίων
πυρακτωμένα ακρογιάλια αδυνατούν να αποσιωπήσουν την αλήθεια
Tα αδέκαστα πελάγη ευτυχίας ας καλύψουν την απρόσωπη απουσία μας
Eίναι αργά για τελεσίδικες επαναστάσεις
Oι επικεφαλείς γνωρίζουν καλύτερα τη δόλια ατραπό της ερήμωσης
Nα μιλήσουμε για σιωπή ή να εφεύρουμε ξανά την αμηχανία μας;
Ο Κώστας Κρεμμύδας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Παιδαγωγικά στη ΣΕΛΕΤΕ, Νομικά στη Νομική Αθηνών και Κοινωνική Ιστορία στη Σορβόνη, όπου και παρουσίασε το μεταπτυχιακό του: “Συνδικαλιστικό κίνημα και Τράπεζες στην Ελλάδα (1917-1949), Η περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας”. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Πατρών με θέμα “Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967)”. Από το 1993 διευθύνει το περιοδικό “Μανδραγόρας” και τις ομώνυμες εκδόσεις. Συμμετείχε στην Οργανωτική Επιτροπή του “Συμπόσιου Ποίησης” μέχρι το 2018. Κριτικά κείμενα, δοκίμια και χρονογραφήματα του δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Ανθολόγιο ποιημάτων του έχει μεταφραστεί στα βουλγαρικά από τον Χρήστο Χαρτοματσίδη, εκδ. Balkani, Σόφια, 2008. ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: Το ασανσέρ. Μια ημιτελής συνουσία, 1993. Ωδή στα τρόλεϋ, εκδ. «Μανδραγόρας», 1995. Υπέρ ηρώων, εκδ. «Μανδραγόρας», 1998. Μηνύματα σε κινητό, εκδ. «Μανδραγόρας», 2002. Σαντιγκάρ, εκδ. «Μανδραγόρας», 2013. Ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα στα όρια του πολίτικαλ κορέκτ, Αλέξανδρος Αραμπατζής-Κ(όστας Κρεμμύδας, εκδ. «Μανδραγόρας», 2014. Ξούθου και Μενάνδρου γωνία, Τέλος «Εποχής», Χρονογραφήματα, εκδ. «Μανδραγόρας», 2014. Ερυθρόλευκη τρέλα, Κόκκινες τουλίπες στον Κολωνό, Νουβέλα, εκδ. «Μανδραγόρας», 2017. Κάπα όπως μακάβριο εκδ. «Μανδραγόρας» 2019.




(1).jpg)
.png)

