Μόλις είχε κάψει όλα του τα χειρόγραφα
για να ζεστάνει ένα μικρό κορίτσι που κρύωνε.
Δεν μπορούσε να ξεχάσει:
είχε θάψει χειμώνα τη μικρή αδελφούλα
αιμόφυρτη κάτω απ’ το χιόνι.
Από τότε χάθηκε η άνοιξη
χάθηκαν οι μικρές κόκκινες φράουλες απ' τα δάση
τα βηματάκια των πουλιών στα πλακόστρωτα
τα λαμπρά σχέδια για το μέλλον.
Απ’ αυτούς τους θανάτους φορούσε ολόλευκο πένθος
κι ήτανε άρρωστος αυτός που αν δεν μεσολαβούσε
η τυχαία εκπυρσοκρότηση
στα χέρια ενός άφταιγου παιδιού
θα μπορούσε με τα δάχτυλά του
να πραΰνει τις πληγές του κόσμου.
Δεν είχε ντυθεί ποτέ στρατιώτης
κι ήταν περήφανος
που είχε κριθεί ανίκανος να φέρει όπλα,
όμως, επολεμούσε με γραφίδα τους εχθρούς.
Ποιος ήταν; ούτε κι αυτός το ήξερε,
άνυδρη έρημος άνοιγε όπου και να στεκόταν
βάραθρα με ομίχλες στο βυθό,
κι ως βάδιζε ραντισμένος με τη δροσιά του αγνώστου
βλέποντας να του γνέφει από παντού
το άσπρο χεράκι της νεκρής μικρούλας,
δεν άκουγε κανείς τα βήματά του
σαν να πατούσε στο χιόνι.
Δεν ήταν όπως όλοι μας αιχμάλωτος του δέρματός του
το βλέμμα του πλανιόταν ασταμάτητα
σαν να το καταδίωκε
το φοβερό θέαμα του ακούσιου φόνου
ο σπαραγμός του αθώου ένοχου
που σκότωσε μες στο παιχνίδι
ό,τι αγαπούσε πιότερο στον κόσμο,
τα ματωμένα μαλλάκια της Ελπινίκης–
και μόνο στ’ άνθη έβρισκε ανάπαυση κι ασφάλεια
και στα νερά του ποταμού
που μπρος από το σπίτι του κυλά αιώνες.
Δεν είχε επισκεφθεί μιαν αγορά
ένα γραφείο ταξιδίων
εν τούτοις όλο αγόραζε κούκλες και όλο ταξίδευε
λαθρεπιβάτης σε τραίνα και πλοία
με την ελπίδα να συναντήσει σ’ ένα δάσος
την αδελφούλα με τις τρεις ανοίξεις
να ψάχνει για φράουλες.
Δεν ήξερε αν ζει ή αν υπήρξε
σ’ εποχές που η μουσική εξηγούσε τα πάντα,
φρεσκολουσμένος σ’ εξώκοσμες κρήνες
είχε βγει έξω, μπορεί για περίπατο,
μπορεί για να μονομαχήσει με τη σκιά του
με το ίδιο εκείνο πιστόλι.
Με χέρια απλωμένα σαν υπνοβάτης έψαχνε
στις όχθες με τα πλατάνια και τις ιτιές
κι όλο για μια πύλη μιλούσε
για μια πύλη:
Ποιος θα μου ξαναδώσει την αθωότητά μου
που κάνει το παιδί να κλαίει με λυγμούς
το άνθος να χαμογελά την ώρα που το σφάζουν;
Ποιος θα μου ξαναδώσει ό,τι χάνω κάθε λεπτό που περνά
ποιος θα μου ξαναδώσει την Ελπινίκη δίχως αίματα
το καλαθάκι της με τις φράουλες στο δάσος;
Πού είναι η πύλη που θα με οδηγήσει να ζητήσω εξήγηση
για τόσα αινίγματα, τόσους θανάτους;
Πού είναι η πύλη;
Ξαφνικά άνοιξε τρίζοντας μια πόρτα
σε μέρος που δεν ήταν τοίχος κανένας.
Ώστε υπήρχε μια πύλη;
Αλλά ποιος είχε στήσει μια πόρτα καταμεσής στο λιβάδι;
Ποιος είχε στρίψει το πόμολο μέσα στη σιωπή
για να δρασκελίσει ευθύς εκείνος το κατώφλι
και να χαθεί καθώς σ’ ένα λαβύρινθο
μέσα στο πράσινο τριφύλλι;
Πώς βγήκε έτσι αθόρυβα από ένα τέτοιο σύνορο
πώς μπήκε σ’ ένα αόρατο δάσος
απ’ όπου ακούστηκε να ξεφωνίζει
με αλαλαγμούς χαράς:
Ελπινίκη! Ελπινίκη!
~
από τη συλλογή Ανθοφορία στην έρημο, εκδ. Κέδρος, 1962
πηγή
για να ζεστάνει ένα μικρό κορίτσι που κρύωνε.
Δεν μπορούσε να ξεχάσει:
είχε θάψει χειμώνα τη μικρή αδελφούλα
αιμόφυρτη κάτω απ’ το χιόνι.
Από τότε χάθηκε η άνοιξη
χάθηκαν οι μικρές κόκκινες φράουλες απ' τα δάση
τα βηματάκια των πουλιών στα πλακόστρωτα
τα λαμπρά σχέδια για το μέλλον.
Απ’ αυτούς τους θανάτους φορούσε ολόλευκο πένθος
κι ήτανε άρρωστος αυτός που αν δεν μεσολαβούσε
η τυχαία εκπυρσοκρότηση
στα χέρια ενός άφταιγου παιδιού
θα μπορούσε με τα δάχτυλά του
να πραΰνει τις πληγές του κόσμου.
Δεν είχε ντυθεί ποτέ στρατιώτης
κι ήταν περήφανος
που είχε κριθεί ανίκανος να φέρει όπλα,
όμως, επολεμούσε με γραφίδα τους εχθρούς.
Ποιος ήταν; ούτε κι αυτός το ήξερε,
άνυδρη έρημος άνοιγε όπου και να στεκόταν
βάραθρα με ομίχλες στο βυθό,
κι ως βάδιζε ραντισμένος με τη δροσιά του αγνώστου
βλέποντας να του γνέφει από παντού
το άσπρο χεράκι της νεκρής μικρούλας,
δεν άκουγε κανείς τα βήματά του
σαν να πατούσε στο χιόνι.
Δεν ήταν όπως όλοι μας αιχμάλωτος του δέρματός του
το βλέμμα του πλανιόταν ασταμάτητα
σαν να το καταδίωκε
το φοβερό θέαμα του ακούσιου φόνου
ο σπαραγμός του αθώου ένοχου
που σκότωσε μες στο παιχνίδι
ό,τι αγαπούσε πιότερο στον κόσμο,
τα ματωμένα μαλλάκια της Ελπινίκης–
και μόνο στ’ άνθη έβρισκε ανάπαυση κι ασφάλεια
και στα νερά του ποταμού
που μπρος από το σπίτι του κυλά αιώνες.
Δεν είχε επισκεφθεί μιαν αγορά
ένα γραφείο ταξιδίων
εν τούτοις όλο αγόραζε κούκλες και όλο ταξίδευε
λαθρεπιβάτης σε τραίνα και πλοία
με την ελπίδα να συναντήσει σ’ ένα δάσος
την αδελφούλα με τις τρεις ανοίξεις
να ψάχνει για φράουλες.
Δεν ήξερε αν ζει ή αν υπήρξε
σ’ εποχές που η μουσική εξηγούσε τα πάντα,
φρεσκολουσμένος σ’ εξώκοσμες κρήνες
είχε βγει έξω, μπορεί για περίπατο,
μπορεί για να μονομαχήσει με τη σκιά του
με το ίδιο εκείνο πιστόλι.
Με χέρια απλωμένα σαν υπνοβάτης έψαχνε
στις όχθες με τα πλατάνια και τις ιτιές
κι όλο για μια πύλη μιλούσε
για μια πύλη:
Ποιος θα μου ξαναδώσει την αθωότητά μου
που κάνει το παιδί να κλαίει με λυγμούς
το άνθος να χαμογελά την ώρα που το σφάζουν;
Ποιος θα μου ξαναδώσει ό,τι χάνω κάθε λεπτό που περνά
ποιος θα μου ξαναδώσει την Ελπινίκη δίχως αίματα
το καλαθάκι της με τις φράουλες στο δάσος;
Πού είναι η πύλη που θα με οδηγήσει να ζητήσω εξήγηση
για τόσα αινίγματα, τόσους θανάτους;
Πού είναι η πύλη;
Ξαφνικά άνοιξε τρίζοντας μια πόρτα
σε μέρος που δεν ήταν τοίχος κανένας.
Ώστε υπήρχε μια πύλη;
Αλλά ποιος είχε στήσει μια πόρτα καταμεσής στο λιβάδι;
Ποιος είχε στρίψει το πόμολο μέσα στη σιωπή
για να δρασκελίσει ευθύς εκείνος το κατώφλι
και να χαθεί καθώς σ’ ένα λαβύρινθο
μέσα στο πράσινο τριφύλλι;
Πώς βγήκε έτσι αθόρυβα από ένα τέτοιο σύνορο
πώς μπήκε σ’ ένα αόρατο δάσος
απ’ όπου ακούστηκε να ξεφωνίζει
με αλαλαγμούς χαράς:
Ελπινίκη! Ελπινίκη!
~
από τη συλλογή Ανθοφορία στην έρημο, εκδ. Κέδρος, 1962
πηγή
Η Ρίτα Μπούμη - Παπά (Σύρος, 1906 - Αθήνα, 1984) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια. Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε στη Σύρο. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori . Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960). Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933). Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη… στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919). Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α’ Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. Η Ρίτα Μπούμη - Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρεία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της.