Εγώ κοιμόμουν του καλού της λήθης
μα αγρυπνούσανε τα όνειρα
απείθαρχα
κι έφτιαχναν μονοπάτια να διαβώ
να ιστορήσω
Κρυφά ακόμα κι απ’ τον ύπνο μου
Εκεί που δύσβατοι ηχούσαν οι χρησμοί
εκεί που έσπαζε της αντοχής μου
ο κόμπος
εκεί στα ορεινά που δε μ’ αξίωναν
τα πόδια μου τα γυάλινα να φτάσω
Ξυπνούσα ευτυχής τα πρωινά
ανάμεσα σε στοχασμούς και πλάνη
ανακαλύπτοντας απ’ την αρχή
παλιούς και νέους
μικρούς αυτόφωτους πλανήτες
Γκρεμίστηκαν τα όρια του τεχνητού μου κόσμου
Σε μιας παράλληλης ισημερίας το μεταίχμιο
κοντοστάθηκα δειλιάζοντας και σε ρωτώ:
Να προχωρήσω;
Το ’να κομμάτι μου σε υπέργεια αναταραχή
Τ’ άλλο να βρίθει κορεσμό κι εμπιστοσύνη
στο ερχόμενο
Να προχωρήσω;
Κι όμως
Σε θέση ανατροπής πάλι με τοποθέτησε η αγάπη
Σχήμα κλειστό στέρηση βάρους τ’ όνομά της
Δίνει ζητά και αντηχεί περιεχόμενο
στις σκέψεις και στις πράξεις που την αληθεύουν
Στον έρωτα που την εγκαθιστά
πότε επάνω σε σταυρούς και πότε
στα λαγαρά νερά του εξαγνισμού
Το ήθος και το ύφος της προσωπικό
η αλήθεια της επιχείρημα αστήρικτο
κι η δύναμή της ανεξήγητη αποδοχή
Μη με λυπάσαι που αστοχώ τόσο συχνά
Μάχιμη εσαεί η κληρονομιά μου
Όσα «τετέλεσται» κι αν ξεπηδήσουν
απ’ τα σπλάχνα μου
Έλα θα πω
με αφθονία θέλησης με μόχθο
Έλα
θα ξαγρυπνήσουνε τα όνειρα κι απόψε
και θα μυρώσουν
την αποκαθηλωμένη μας οδύνη
Η αγάπη θα μας εύρει σκεπασμένους
με το κατάλευκο λινό σεντόνι του αύριο
Και είθε να γίνει ό,τι ελπίζω
κι ό,τι ευχήθηκα
σε ημέρες τρεις.
~
Από τη συλλογή Μάσκα οξυγόνου, εκδ. Γαβριηλίδης, 2011
πηγή
εκεί που έσπαζε της αντοχής μου
ο κόμπος
εκεί στα ορεινά που δε μ’ αξίωναν
τα πόδια μου τα γυάλινα να φτάσω
Ξυπνούσα ευτυχής τα πρωινά
ανάμεσα σε στοχασμούς και πλάνη
ανακαλύπτοντας απ’ την αρχή
παλιούς και νέους
μικρούς αυτόφωτους πλανήτες
Γκρεμίστηκαν τα όρια του τεχνητού μου κόσμου
Σε μιας παράλληλης ισημερίας το μεταίχμιο
κοντοστάθηκα δειλιάζοντας και σε ρωτώ:
Να προχωρήσω;
Το ’να κομμάτι μου σε υπέργεια αναταραχή
Τ’ άλλο να βρίθει κορεσμό κι εμπιστοσύνη
στο ερχόμενο
Να προχωρήσω;
Κι όμως
Σε θέση ανατροπής πάλι με τοποθέτησε η αγάπη
Σχήμα κλειστό στέρηση βάρους τ’ όνομά της
Δίνει ζητά και αντηχεί περιεχόμενο
στις σκέψεις και στις πράξεις που την αληθεύουν
Στον έρωτα που την εγκαθιστά
πότε επάνω σε σταυρούς και πότε
στα λαγαρά νερά του εξαγνισμού
Το ήθος και το ύφος της προσωπικό
η αλήθεια της επιχείρημα αστήρικτο
κι η δύναμή της ανεξήγητη αποδοχή
Μη με λυπάσαι που αστοχώ τόσο συχνά
Μάχιμη εσαεί η κληρονομιά μου
Όσα «τετέλεσται» κι αν ξεπηδήσουν
απ’ τα σπλάχνα μου
Έλα θα πω
με αφθονία θέλησης με μόχθο
Έλα
θα ξαγρυπνήσουνε τα όνειρα κι απόψε
και θα μυρώσουν
την αποκαθηλωμένη μας οδύνη
Η αγάπη θα μας εύρει σκεπασμένους
με το κατάλευκο λινό σεντόνι του αύριο
Και είθε να γίνει ό,τι ελπίζω
κι ό,τι ευχήθηκα
σε ημέρες τρεις.
~
Από τη συλλογή Μάσκα οξυγόνου, εκδ. Γαβριηλίδης, 2011
πηγή
Η Στέλλα Γεωργιάδου γεννήθηκε το 1966 στην Ν. Φώκαια της Χαλκιδικής.
Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΑΠΘ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη
Διατήρηση Ιστορικών Μνημείων και Πόλεων στο KUL του Βελγίου. Σήμερα ζει
και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Παρότι έγραφε από τα εφηβικά της χρόνια,
με την ποίηση ασχολήθηκε συστηματικά από το 2006. Ποιήματά της έχουν
δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά καθώς και
σε ποιητικές ανθολογίες του διαδικτύου. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές
συλλογές: Μάσκα Οξυγόνου (2011) & Αμφίβια Εγώ
(2015).