Το βουνό μου τεράστιο
Υψωμένο από λήθη κι ανθρώπους
Δυσπρόσιτο, δύστροπο
Οι κορφές του αγγίζουν τα σύννεφα
Χαραυγές μαγικές καρτερούν την ανάβαση
Κι εγώ
Ταξιδευτής μου του νου, του κενού
Κουρασμένη
σε υπερήλικη νιότη χαμένη
και χωρίς μιας ανάσας κουράγιο
στην καρδιά να προσμένει στα χείλη
Αποκαμωμένη να κοιτάζω το όρος
το αδιάβατο δυσπρόσιτο όνειρο
του εαυτού
που αγναντεύει τη θάλασσα
απ’ της προσπάθειας τα ύψη
Ένα θέλω σακάτικο δεκανίκι στα χέρια
να βαδίσω σαν άλλοτε
τους γκρεμούς, τους ανθρώπους
Κι ένα ίσως πολύτιμο
φυλαχτό στο δισάκι
να μου λέει: ο ορίζοντας
μακρινός είν’ εξίσου
κι απ’ την άγονη στέπα ατενίζοντας
κι απ’ τον τοίχο που υψώνει
ο φόβος
Προτιμώ να μη δω
σε ταινία επανάληψη
τη ζωή που δεν τόλμησα
Κι ας υπάρχω
μοναχά στ’ ακυβέρνητα όνειρα
σε ιστορίες αισθήσεων κι άλλων
προϊόντων του νου
Τι περίεργο πάλι ξημέρωμα
Μες στην άνοιξη
μια χαραμάδα ελέους
Κι ένας δυόσμος μικρός απροσάρμοστος
ευωδιάζει σεμνά στο τραπέζι
Να ξανάρθεις ζητάει
μ’ ένα γέλιο λαμπρό σαν τη θάλασσα
τον Ιούνιο
Μα δε θα ’ταν αστείο
προς τα πίσω να τρέξω —μακριά—
για να ζήσω συνέχειες χαμένες;
Σε ρυτίδες φιογκάκια
ελβιέλες μακό και μπλουτζίν
Σε αρθρώσεις σκληρές
παγιωμένες απόψεις
Κι είν’ αυτή η ψυχή η παράλογη
που δεν έχει ηλικία
και ζητάει τους άθλους
απ’ τους άθλιους μύες
κι όλο ντύνεται
σαν παιδίσκη ελπίδα
Δες
στο εκούσιο όνειρο
δεν κυρτώνουν τα λόγια
λες και νιότη αέναη τα στηρίζει
Μην ξυπνάς να χαρείς
Να σε ψάξω άφησέ με
Λίγο ακόμα.
~
Από τη συλλογή Μάσκα οξυγόνου, εκδ. Γαβριηλίδης, 2011
πηγή
Ταξιδευτής μου του νου, του κενού
Κουρασμένη
σε υπερήλικη νιότη χαμένη
και χωρίς μιας ανάσας κουράγιο
στην καρδιά να προσμένει στα χείλη
Αποκαμωμένη να κοιτάζω το όρος
το αδιάβατο δυσπρόσιτο όνειρο
του εαυτού
που αγναντεύει τη θάλασσα
απ’ της προσπάθειας τα ύψη
Ένα θέλω σακάτικο δεκανίκι στα χέρια
να βαδίσω σαν άλλοτε
τους γκρεμούς, τους ανθρώπους
Κι ένα ίσως πολύτιμο
φυλαχτό στο δισάκι
να μου λέει: ο ορίζοντας
μακρινός είν’ εξίσου
κι απ’ την άγονη στέπα ατενίζοντας
κι απ’ τον τοίχο που υψώνει
ο φόβος
Προτιμώ να μη δω
σε ταινία επανάληψη
τη ζωή που δεν τόλμησα
Κι ας υπάρχω
μοναχά στ’ ακυβέρνητα όνειρα
σε ιστορίες αισθήσεων κι άλλων
προϊόντων του νου
Τι περίεργο πάλι ξημέρωμα
Μες στην άνοιξη
μια χαραμάδα ελέους
Κι ένας δυόσμος μικρός απροσάρμοστος
ευωδιάζει σεμνά στο τραπέζι
Να ξανάρθεις ζητάει
μ’ ένα γέλιο λαμπρό σαν τη θάλασσα
τον Ιούνιο
Μα δε θα ’ταν αστείο
προς τα πίσω να τρέξω —μακριά—
για να ζήσω συνέχειες χαμένες;
Σε ρυτίδες φιογκάκια
ελβιέλες μακό και μπλουτζίν
Σε αρθρώσεις σκληρές
παγιωμένες απόψεις
Κι είν’ αυτή η ψυχή η παράλογη
που δεν έχει ηλικία
και ζητάει τους άθλους
απ’ τους άθλιους μύες
κι όλο ντύνεται
σαν παιδίσκη ελπίδα
Δες
στο εκούσιο όνειρο
δεν κυρτώνουν τα λόγια
λες και νιότη αέναη τα στηρίζει
Μην ξυπνάς να χαρείς
Να σε ψάξω άφησέ με
Λίγο ακόμα.
~
Από τη συλλογή Μάσκα οξυγόνου, εκδ. Γαβριηλίδης, 2011
πηγή
Η Στέλλα Γεωργιάδου γεννήθηκε το 1966 στην Ν. Φώκαια της Χαλκιδικής.
Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΑΠΘ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη
Διατήρηση Ιστορικών Μνημείων και Πόλεων στο KUL του Βελγίου. Σήμερα ζει
και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Παρότι έγραφε από τα εφηβικά της χρόνια,
με την ποίηση ασχολήθηκε συστηματικά από το 2006. Ποιήματά της έχουν
δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά καθώς και
σε ποιητικές ανθολογίες του διαδικτύου. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές
συλλογές: Μάσκα Οξυγόνου (2011) & Αμφίβια Εγώ
(2015).