Είδα τον έρωτα τον είδα
φύλλα να βγάζει και άνθη εξωτικά
λουλούδια του χαμένου παραδείσου.
Ξερό κλαράκι λες σε πέτρα ριζωμένο
πώς εβλάστησε
κι ευθύς εχύθηκε η αύρα των σωμάτων
σαν κύμα παλιρροϊκό υψώθηκε
τον τρόμο ότι έσπειρε την απειλή εφάνη
μα όχι.
Φως απλώθηκε σαν βιβλικό εκεί
εκείνη την στιγμή που τέντωσε το πρόσωπο
και τόπος αναδύθηκε ωσάν νησί
πολλούς αιώνες χαραγμένο
χάρτης παλιός και μυστικά συντεταγμένος
όπου εβρήκαν φυλακή και καταφύγια εκείνες
οι πυκνές ριζούλες των αισθήσεων οι σκοτεινές
— ωσάν τραγούδι εσυνόδευε ο λυγμός τους τον καιρό
ωσάν φωνή μελωδική
μακρόσυρτη ιαχή χώρας Βοσνίας και Ερζεγοβίνης
κλάμα βουβό και στέρεο των μαύρων δέντρων της φωτιάς.
Για να γλιτώσουν τον αφανισμό εκρύφτηκαν
και τα αισθήματα σκαλίζοντας σαν εικονίσματα
θαυματουργά που αναβλύζουν δάκρυ το νερό της Παναγιάς
έτσι εζούσαν. Έως εκεί, εκείνη την στιγμή
Που απλώθηκε πανσέληνο το φως και
τέντωσε το πρόσωπο τινάχτηκε
σαν να καλωσορίζει
καθώς αφουγκραζόταν το βουητό της γης
που αναταράζεται στα σπλάχνα της.
Και τα αισθήματα κοιτάχτηκαν όπως εξεκολλούσαν
χέρια τα χέρια ψαύοντας
δάχτυλα καθρεφτίστηκαν στα δάχτυλα
πόρον τον πόρο τα κορμιά αναγνωρίστηκαν
και βρήκαν επιτέλους λέξεις
και συλλάβισαν την ακοή του κόσμου
στης Μαύρης Θάλασσας τα σκοτεινά δωμάτια
που και Εύξεινο τα είπαν Πόντο
ότι εδώ ψυχή μου η φωνή του σ’ αγαπώ
ακούγεται κραυγή και βλέμμα ιερό
σωμάτων που αγίασε ο θάνατος.
~
Από τη συλλογή Μαύρη Θάλασσα (2000)
φύλλα να βγάζει και άνθη εξωτικά
λουλούδια του χαμένου παραδείσου.
Ξερό κλαράκι λες σε πέτρα ριζωμένο
πώς εβλάστησε
κι ευθύς εχύθηκε η αύρα των σωμάτων
σαν κύμα παλιρροϊκό υψώθηκε
τον τρόμο ότι έσπειρε την απειλή εφάνη
μα όχι.
Φως απλώθηκε σαν βιβλικό εκεί
εκείνη την στιγμή που τέντωσε το πρόσωπο
και τόπος αναδύθηκε ωσάν νησί
πολλούς αιώνες χαραγμένο
χάρτης παλιός και μυστικά συντεταγμένος
όπου εβρήκαν φυλακή και καταφύγια εκείνες
οι πυκνές ριζούλες των αισθήσεων οι σκοτεινές
— ωσάν τραγούδι εσυνόδευε ο λυγμός τους τον καιρό
ωσάν φωνή μελωδική
μακρόσυρτη ιαχή χώρας Βοσνίας και Ερζεγοβίνης
κλάμα βουβό και στέρεο των μαύρων δέντρων της φωτιάς.
Για να γλιτώσουν τον αφανισμό εκρύφτηκαν
και τα αισθήματα σκαλίζοντας σαν εικονίσματα
θαυματουργά που αναβλύζουν δάκρυ το νερό της Παναγιάς
έτσι εζούσαν. Έως εκεί, εκείνη την στιγμή
Που απλώθηκε πανσέληνο το φως και
τέντωσε το πρόσωπο τινάχτηκε
σαν να καλωσορίζει
καθώς αφουγκραζόταν το βουητό της γης
που αναταράζεται στα σπλάχνα της.
Και τα αισθήματα κοιτάχτηκαν όπως εξεκολλούσαν
χέρια τα χέρια ψαύοντας
δάχτυλα καθρεφτίστηκαν στα δάχτυλα
πόρον τον πόρο τα κορμιά αναγνωρίστηκαν
και βρήκαν επιτέλους λέξεις
και συλλάβισαν την ακοή του κόσμου
στης Μαύρης Θάλασσας τα σκοτεινά δωμάτια
που και Εύξεινο τα είπαν Πόντο
ότι εδώ ψυχή μου η φωνή του σ’ αγαπώ
ακούγεται κραυγή και βλέμμα ιερό
σωμάτων που αγίασε ο θάνατος.
~
Από τη συλλογή Μαύρη Θάλασσα (2000)
Η Μαρία Κυρτζάκη γεννήθηκε στην Καβάλα το 1948. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης (1966-1971) και το 1973 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε, για λίγο, στη Μέση Εκπαίδευση και με τη Μεταπολίτευση εντάχθηκε στο τμήμα ραδιοφωνικών παραγωγών του τότε ΕΙΡΤ. Κεντρικό θέμα των παραγωγών της ήταν η χρήση και η λειτουργία της γλώσσας στον ποιητικό και τον δραματουργικό λόγο, θέματα, τα οποία, επίσης, δίδαξε στη Σχολή Θεάτρου «Εμπρός» και ήταν, άλλωστε, απολύτως σχετικά με την ίδια την ποίησή της. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε πρώιμα, το 1996, με τα ποιήματά της «Σιωπηλές κραυγές». Ακολούθησαν τα ποιητικού μόχθου βιβλία της, λόγω της επίμονης και επίπονης διαδικασίας της προετοιμασίας τους: «Οι λέξεις» (1973), «Ο κύκλος» (1976), «Η γυναίκα με το κοπάδι» (1982), «Περίληψη για τη νύχτα» (1986), «Ημέρια νύχτα« (1989), «Σχιστή οδός» (1992), «Μαύρη θάλασσα» (2000), «Λιγοστό και να χάνεται« (2002) και «Στη μέση της ασφάλτου« (2005), όπου συγκέντρωσε την ποιητική διαδρομή της από το 1973 έως το 2002.Το μονολογικό της κείμενο «Τυφώ» παραστάθηκε το 1996 από το «Απλό Θέατρο». Το 2003 τιμήθηκε με το βραβείο Σωτηρίου Ματράγκα της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 2016, έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο, σε ηλικία 68 ετών.