Υπάρχουμε σε μια κίνηση.
Γιʼ αυτήν υπήρξαμε
όσο κι αν είναι τρομερή
όσο κι αν μας οδηγεί στο μακελειό διαρκώς
αυτή καταξιώνει τη ζωή μας
και δίνει νόημα στις μέρες μας.
Υπάρχουμε σε μια κίνηση.
Αν την απαξιώσουμε, πεθαίνουμε.
Γινόμαστε φυτά
που τα κινεί ο αέρας πια τυχαίως
ώσπου νʼ ανέβει αυτή αγριεμένη, πάλι μες απʼ το βυθό μας
μες απʼ τις αντιστάσεις μας διαρρέοντας.
διεκδικώντας τον καιρό και τις ημέρες που ʼχασε.
Υπάρχουμε σε μια κίνηση.
Κι αν δεν την κάνουμε,
ακόμα κι αν τη στραγγαλίσουμε
διαγράφεται μοιραία στη βούλησή μας
μεθάει τη φρόνησή μας
δίνοντας τον τόνο της στα χέρια μας.
Υπάρχει σαν υπονοούμενο εύγλωττο στα μάτια μας.
Έρχεται ακάθεκτη, δεν πάμε προς αυτήν,
μας πάει, δεν την πάμε.
Υπάρχει στο αίμα μας,
υπάρχει στην ψυχή μας,
δεν είναι δυνατόν να της διαφύγουμε.
~
από την ποιητική ενότητα «Ξηρά ποιήματα – Στη διακεκαυμένη» (1963), του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998
Γιʼ αυτήν υπήρξαμε
όσο κι αν είναι τρομερή
όσο κι αν μας οδηγεί στο μακελειό διαρκώς
αυτή καταξιώνει τη ζωή μας
και δίνει νόημα στις μέρες μας.
Υπάρχουμε σε μια κίνηση.
Αν την απαξιώσουμε, πεθαίνουμε.
Γινόμαστε φυτά
που τα κινεί ο αέρας πια τυχαίως
ώσπου νʼ ανέβει αυτή αγριεμένη, πάλι μες απʼ το βυθό μας
μες απʼ τις αντιστάσεις μας διαρρέοντας.
διεκδικώντας τον καιρό και τις ημέρες που ʼχασε.
Υπάρχουμε σε μια κίνηση.
Κι αν δεν την κάνουμε,
ακόμα κι αν τη στραγγαλίσουμε
διαγράφεται μοιραία στη βούλησή μας
μεθάει τη φρόνησή μας
δίνοντας τον τόνο της στα χέρια μας.
Υπάρχει σαν υπονοούμενο εύγλωττο στα μάτια μας.
Έρχεται ακάθεκτη, δεν πάμε προς αυτήν,
μας πάει, δεν την πάμε.
Υπάρχει στο αίμα μας,
υπάρχει στην ψυχή μας,
δεν είναι δυνατόν να της διαφύγουμε.
~
από την ποιητική ενότητα «Ξηρά ποιήματα – Στη διακεκαυμένη» (1963), του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998
Ο Σταύρος Βαβούρης, (Αθήνα, 1925 - Αθήνα, 2008) ήταν Έλληνας ποιητής.
Την περίοδο 1946-1952 σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εξαιρετικά δραστήριος παρά μια εκ γενετής αναπηρία, εργάστηκε ως
καθηγητής φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Πρώτες του δημοσιεύσεις ήταν τα
ποιήματα «Σοφίας κρίματα» στο περιοδικό «Ξεκίνημα» της Θεσσαλονίκης
(Ιούνιος 1944, τεύχος 6-7), και «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική φωνή».
Στα πρώτα ποιήματά του ακολουθεί την τεχνική του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Δίνοντάς τους δραματουργική μορφή, σφραγίζει πρόσωπα με ιστορική
υπόσταση με την αβεβαιότητα του έρωτα και το τραύμα που προκαλεί η
απώλεια. Μετά το 1980 πραγματοποιεί στροφή στο έργο του: αιχμηρά αλλά
και με ειρωνεία παρουσιάζει τη ματαιότητα του έρωτα και το ανέφικτο της
ευτυχίας. Ποιητής του πάθους, που δοκιμάζεται στα όρια της οδύνης,
μιλάει σωματικά για τον έρωτα, συγκρατημένα και κομψά, χωρίς να κάνει
δηλώσεις για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Μόνο στα ποιήματα της
τελευταίας εικοσαετίας και μετά την έξοδό του από τη δευτεροβάθμια
εκπαίδευση, αναφέρεται ανοιχτά στην ομοφυλοφιλία του. Ανήκει στην πρώτη
μεταπολεμική γενιά. Το 1986 του απονεμήθηκε το 2ο Κρατικό Βραβείο
Ποίησης για τη συλλογή «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Ποιήματά
του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, ολλανδικά, πολωνικά, βουλγαρικά. [Βιογραφία]