Όταν μας λέγαν οι παλιοί
πιο λίγο πάθος. Είχανε δίκιο.
Οι λογικοί «πιο λίγο βάρος
θα βουλιάξουν τα καράβια»,
είχαμε, λέει, μπράτσα νεανικά.
Αλλά μια κι έγινε
(πάει είχε γίνει πια)
γιατί νʼ αποδειχθεί το δίκιο των παλιών;
………………………………………
Αδικηθήκαμε! Όχι, δεν είχαν δίκιο οι παλιοί!
Αφού μας δόθηκαν καρδιές
άστρα να θέλουν
άστρα γιατί δε μας δοθήκανε;
Στον ουρανό
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη
δε θα μπορέσει να πραΰνει
έναν ολόγιομο καημό…
Όταν ετρέξαμε χαμένοι στο λιμάνι
ήτανε πια το πλοίο βουλιαγμένο
Θε μου, με πόσο μόχθο ετοιμασμένο
με τόση Νιότη, τόσο πόθο φορτωμένο!
Δε μας λογάριασες Αφέντη τον ιδρώτα της λαχτάρας
……. Τι κλαις;
Άσε να ξημερώσει και θα δούμε
τώρα, είναι βράδυ ακόμα·
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη!
~
Από την ποιητική ενότητα «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα» (1950-1952), τής επιλογής «Ποιήματα», εκδόσεις Ερμής – 1977.
πιο λίγο πάθος. Είχανε δίκιο.
Οι λογικοί «πιο λίγο βάρος
θα βουλιάξουν τα καράβια»,
είχαμε, λέει, μπράτσα νεανικά.
Αλλά μια κι έγινε
(πάει είχε γίνει πια)
γιατί νʼ αποδειχθεί το δίκιο των παλιών;
………………………………………
Αδικηθήκαμε! Όχι, δεν είχαν δίκιο οι παλιοί!
Αφού μας δόθηκαν καρδιές
άστρα να θέλουν
άστρα γιατί δε μας δοθήκανε;
Στον ουρανό
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη
δε θα μπορέσει να πραΰνει
έναν ολόγιομο καημό…
Όταν ετρέξαμε χαμένοι στο λιμάνι
ήτανε πια το πλοίο βουλιαγμένο
Θε μου, με πόσο μόχθο ετοιμασμένο
με τόση Νιότη, τόσο πόθο φορτωμένο!
Δε μας λογάριασες Αφέντη τον ιδρώτα της λαχτάρας
……. Τι κλαις;
Άσε να ξημερώσει και θα δούμε
τώρα, είναι βράδυ ακόμα·
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη!
~
Από την ποιητική ενότητα «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα» (1950-1952), τής επιλογής «Ποιήματα», εκδόσεις Ερμής – 1977.
Ο Σταύρος Βαβούρης, (Αθήνα, 1925 - Αθήνα, 2008) ήταν Έλληνας ποιητής.
Την περίοδο 1946-1952 σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εξαιρετικά δραστήριος παρά μια εκ γενετής αναπηρία, εργάστηκε ως
καθηγητής φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Πρώτες του δημοσιεύσεις ήταν τα
ποιήματα «Σοφίας κρίματα» στο περιοδικό «Ξεκίνημα» της Θεσσαλονίκης
(Ιούνιος 1944, τεύχος 6-7), και «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική φωνή».
Στα πρώτα ποιήματά του ακολουθεί την τεχνική του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Δίνοντάς τους δραματουργική μορφή, σφραγίζει πρόσωπα με ιστορική
υπόσταση με την αβεβαιότητα του έρωτα και το τραύμα που προκαλεί η
απώλεια. Μετά το 1980 πραγματοποιεί στροφή στο έργο του: αιχμηρά αλλά
και με ειρωνεία παρουσιάζει τη ματαιότητα του έρωτα και το ανέφικτο της
ευτυχίας. Ποιητής του πάθους, που δοκιμάζεται στα όρια της οδύνης,
μιλάει σωματικά για τον έρωτα, συγκρατημένα και κομψά, χωρίς να κάνει
δηλώσεις για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Μόνο στα ποιήματα της
τελευταίας εικοσαετίας και μετά την έξοδό του από τη δευτεροβάθμια
εκπαίδευση, αναφέρεται ανοιχτά στην ομοφυλοφιλία του. Ανήκει στην πρώτη
μεταπολεμική γενιά. Το 1986 του απονεμήθηκε το 2ο Κρατικό Βραβείο
Ποίησης για τη συλλογή «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Ποιήματά
του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, ολλανδικά, πολωνικά, βουλγαρικά. [Βιογραφία]