Η κρύα η γη κάτω κοιμότανε,
έλαμπε απάνω ο κρύος ο ουρανός,
και γύρω, μ’ ένα ήχο που σε μάργωνε,
από παγοσπηλιές και κάμπους χιονοσκέπαστους
η πνοή της νύχτας κύλαε σαν το θάνατο
κάτ’ από το φεγγάρι που βασίλευε.
Ήτανε μαύρη η χειμωνιάτικη φραγή,
ένα χορτάρι πράσινο δεν έβλεπες.
Στο μονοπάτι πλάι, κουρνιάζαν τα πουλιά
στο αγκάθι απάνω το γυμνό, που οι ρίζες του
κουλουριαζόνταν πάνω απ’ τις πολλές ραϊσιές
που εκεί τις είχε ανοίξει η παγωνιά.
Στου φεγγαριού, που πέθαινε, το φως
τα μάτια σου γυαλίζαν. Πώς σε ρυάκι απάνω αργό
λάμπει θαμπός φωσφορισμός,
όμοια έλαμπε και το φεγγάρι εκεί
και χρύσωνε τα κορακάτα σου μαλλιά,
που μες στης νύχτας σάλευαν τον άνεμο.
Τα χείλια σου τα χλώμιαζε η σελήνη, αγαπημένη μου.
Ο αέρας πάγωνε το στήθος σου.
Έχυνε η νύχτα στο ακριβό κεφάλι σου
την παγωμένη της δροσιά· κι εσύ κειτόσουνα
εκεί που του γυμνού ουρανού η πικρή πνοή
μπορούσε και σ’ αγκάλιαζε όπως ήθελε.
~
Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου