Το ’να με τ’ άλλο τα βουνά μιλούν τα φλογισμένα
κι οι φοβερές τους οι βροντές ηχούνε πέρα ως πέρα.
Οι ανταριασμένες θάλασσες ξυπνούνε η μια την άλλη
και του τυφώνα η σάλπιγγα σύντας φυσήξει, σειούνται
κι οι φοβερές τους οι βροντές ηχούνε πέρα ως πέρα.
Οι ανταριασμένες θάλασσες ξυπνούνε η μια την άλλη
και του τυφώνα η σάλπιγγα σύντας φυσήξει, σειούνται
οι βράχοι οι παγοσκέπαστοι στο θρόνο του χειμώνα.
Από ’να μόνο σύννεφο λάμπει η αστραπή και γύρω
μύρια νησιά φωτίζονται. Μια πολιτεία μεγάλη
γίνεται στάχτη από σεισμό κι άλλες τρέμουν, τραντάζουν
ενώ η βουή του η φοβερή κάτου απ’ τη γη βρουχιέται.
Μα εσύ κι από την αστραπή πιο κοφτερό έχεις βλέμμα,
περπατησιά γοργότερη κι απ’ του σεισμού το βήμα.
Του ωκεανού βουβαίνεται η μανία στον αχό σου,
απ’ τη δική σου τη ματιά τυφλώνονται τα ηφαίστεια
και του ήλιου ο φωτερός πυρσός μπρος στη δική σου λάμψη
τέλμα φωτός μοιάζει χλωμό, θαμπό και μαραμένο.
Απ’ τα βουνά, τα κύματα, μέσα απ’ ατμούς και ανέμους,
το φέγγος του ήλιου χύνεται κι απλώνεται η αυγή σου
σε πολιτείες, φτωχόσπιτα, λαούς, σε κάθε σκέψη
και μοιάζουνε ίσκιοι της νυχτός οι τύραννοι κι οι σκλάβοι
μέσα στο φως το φτερωτό και στο δικό σου λάμπος.
Από ’να μόνο σύννεφο λάμπει η αστραπή και γύρω
μύρια νησιά φωτίζονται. Μια πολιτεία μεγάλη
γίνεται στάχτη από σεισμό κι άλλες τρέμουν, τραντάζουν
ενώ η βουή του η φοβερή κάτου απ’ τη γη βρουχιέται.
Μα εσύ κι από την αστραπή πιο κοφτερό έχεις βλέμμα,
περπατησιά γοργότερη κι απ’ του σεισμού το βήμα.
Του ωκεανού βουβαίνεται η μανία στον αχό σου,
απ’ τη δική σου τη ματιά τυφλώνονται τα ηφαίστεια
και του ήλιου ο φωτερός πυρσός μπρος στη δική σου λάμψη
τέλμα φωτός μοιάζει χλωμό, θαμπό και μαραμένο.
Απ’ τα βουνά, τα κύματα, μέσα απ’ ατμούς και ανέμους,
το φέγγος του ήλιου χύνεται κι απλώνεται η αυγή σου
σε πολιτείες, φτωχόσπιτα, λαούς, σε κάθε σκέψη
και μοιάζουνε ίσκιοι της νυχτός οι τύραννοι κι οι σκλάβοι
μέσα στο φως το φτερωτό και στο δικό σου λάμπος.
~
Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου