Κάπου κάποιος ταξιδεύει ξέφρενος προς εσένα,
Με απίστευτη ταχύτητα, ταξιδεύει μέρα και νύχτα,
Μέσα από χιονοθύελλες και ζέστες της ερήμου, διασχίζοντας χείμαρρους,
Με απίστευτη ταχύτητα, ταξιδεύει μέρα και νύχτα,
Μέσα από χιονοθύελλες και ζέστες της ερήμου, διασχίζοντας χείμαρρους,
διαβαίνοντας στενά.
Αλλά θα ξέρει πού να σε βρει,
Αλλά θα ξέρει πού να σε βρει,
Θα σε αναγνωρίσει όταν σε δει,
Θα σου δώσει αυτό που προορίζει για σένα;
Μετά βίας φυτρώνει κάτι εδώ,
Κι όμως οι αποθήκες ξεχειλίζουν από αλεύρι,
Τα σακιά είναι στοιβαγμένα ως τα δοκάρια.
Τα ρέματα κυλάνε με γλυκύτητα, παχαίνοντας τα ψάρια∙
Πουλιά σκοτεινιάζουν τον ουρανό. Να ‘ναι αρκετό
Που το πιάτο με το γάλα περιμένει όλη τη νύχτα,
Που τον σκεφτόμαστε καμιά φορά,
Καμιά φορά και πάντα, με ανάμικτα συναισθήματα;
~
Μετάφραση: Χάρης Γαρουνιάτης