Ὅλα σβησμένα γύρω μου, στὴ πάχνη ὅλα κρυμμένα,
χαμένα κάτω ἀπὸ τὸ φῶς κ᾿ ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι κάτου,
μὲ τὸ βαρὺν ἀέρα τους μὲ πνίξαν ξάφνου ἐμένα
θαμπώνοντάς μου τὴ στεγνὴ ρονιὰ τοῦ ἀναβλεμμάτου.
Μὰ δάκρυο δὲν ἐστάλαξε μηδ᾿ ἔλαμψε κανένα
στὸ ξαναμμένο γλέφαρο, στητὸ στὸ λάγκεμά του,
καὶ τὰ δικά μου ἀγρίκησα βαθιά μου καὶ τὰ ξένα,
καρδιόχτυπα ἀνατάραχτα σὲ μία σιωπὴ θανάτου.
Κι εἶπα τὸ χαῖρε δύο φορὲς καὶ μὲς στὸ χάος ὁ ἦχος
ἐχάθη, ὡς ἀντιβόησε ὁ βυθὸς τοῦ κάτω κόσμου,
μήνυμα πὼς σφραγίστηκε παντοτινὰ ὁ χαμός μου.
Καὶ μένει ἐπίσημος στυγνὸς ὁ ἀριστοκράτης στίχος
ἀξήγητος Συβιλλικὸς ν᾿ ἀνησυχεῖ μονάχα
τὰ πνέματα ποὺ ἀνώφελα παλεύουν νυχτομάχα.
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης (Μεσολόγγι, 1869 –Αθήνα, 1943) υπήρξε ένας από
τους σημαντικότερους ποιητές του νεοελληνικού λυρισμού. Ασχολήθηκε
επίσης με τη μετάφραση και την πεζογραφία. Από το 1937 ως το 1939 ήταν
πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.[Βιογραφία]