Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Ο Μπαταριάς»

«ένα Σαββάτο βράδυ
μια Κυριακή πρωί...»
Ο Μπουκουβάλας ο μικρός κι ο Κλης του Τσαγκαράκη
   κι ο Νίκος του Βρανά,
Σάββατο βράδυ, κάποτε, το 'ριχναν στο μεράκι,
στου Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά.

Κι ως ήσανε αρχοντόπουλα κι οι τρεις, στο κέφι απάνω,
   στέλναν για τα βιολιά,
και μες σε λίγο βλέπανε τον Κατσαρό τον Πάνο,
   και πίσω το Θανάση Μπαταριά.
Κι αμέσως με το βιολιτζή και με το λαουτέρη,
   και μ' έναν πιφιρτζή,
για το βιλούχι κίναγαν του Κώστα Καλιαντέρη,
   που σίγουρα τον έβρισκαν εκεί.

Κι ο Κώστας λαγοκοίμητος, πάντα με την ποδιά του,
   τους δέχονταν ορθός,
και το τραπέζι ετοίμαζε προς τ' αρμυρίκια κάτου,
   στης άπλας λιμνοθάλασσας το φως.

Κι ως να στρωθεί και να σιαχτεί, και να συγκαιριστούνε
   τ' άργανα, σιγαλά
τα λιανοτράγουδα άρχιζαν, τα γιαρεδάκια, οπού 'ναι
   καθώς τα προσανάμματα στη στια.

Μα στο τραπέζι ως κάθουνταν, κι άνοιγεν η φωνή σου,
   μεγάλε Μπαταριά!
στο τρίτο κρασοπότηρο, πουλιά του Παραδείσου
   ξυπνούσανε κι αηδόνια στα κλαδιά.

Και λίγο λίγο ως γύριζες μες στο τραγούδι, ω θάμα!
   παλικαριές, καημούς,
Τ' αρματολίκι ανέβαζες και την αγάπη αντάμα,
   στ' αστέρια, στο φεγγάρι, στους Θεούς.

Κι εκείθε, που δεν έφτανε κανένας, κι η ανάσα,
   πιάνονταν ως κι αυτή,
κι εκείθε αλέγρα παίζοντας σκαλί σκαλί τα μπάσα,
   κατέβαινε η γαλιάντρα σου η φωνή.

Κι όπως ετύχαινε συχνά σε τέτοια γλέντια να 'ναι
   καλοκαιριού χαρά,
και ο κόσμος έξω, τα νερά και οι κάμποι να ευωδάνε
   κι όλα μαζί να σπρώχνουν δυνατά,

και την πιο λίγο ανάθαρρη , παρέκει να πατήσει,
   ν' ακούσει και να δει, -
δεν έμεινε εικοσόχρονη που να μην ξεπορτίσει,
   και χήρα νια στο δρόμο να μη βγει.

Κι όσες ακόμα, οι άπλερες δε βόλιε να φτερίσουν
   σε μάντρες και σε αυλές,
τα κοχυλάκια αυτάκια τους στύλωναν να γρικήσουν,
   τα μάτια τους να ρίξουν σαϊτιές.

Και τα τραγούδια, αέρηδες δροσιάς μαζί και λαύρας,
   - ο δόλιος ο σεβντάς!
πότε τις φλόγες έφερναν και πότε μιας ανάβρας
   το ράντισμα στα φύλλα της καρδιάς.

Μα εκεί που πέλαγο η φωνή σάλευε πια τα φρένα,
   κι ο πλανταγμένος νους,
πού πήγαινε, δεν ήξερε, με τα φτερά χαμένα,
   σ' αναθυμιές και πόθους ωκεανούς,

καθώς η νύχτα εθάμπιζε, και της αυγής η χάρη
   σπίθιζ' αντικρινά,
ξάμωνε ο Μπαταριάς με μιας και πέταε το δοξάρι,
   με το στερνό του βόγκο στα νερά.

Και ασηκωμένος γνεύοντας να ετοιμαστούν και οι άλλοι
   και σκύβοντας στους τρεις
νιόβγαλτους καλεστάδες του, που 'χανε το κεφάλι
   γεμάτο από καπνούς αποβραδίς

τους έλεγε, ξενέρωτος, πως δεν ήταν η τάξη ,
   πρωί και Κυριακή,
να δουν παιδιά που τα 'χανε μη βρέξει και μη στάξει,
   μπλεγμένα στα βιολιά και στο κρασί.

Κι ενώ τους έλεγεν αυτά, κι οι γύρω παρωρίτες ,
   σα σ' υπνοφαντασιά,
παίρναν το δρόμο του γιαλού, οι απανωπαζαρίτες ,
   κι οι κάτω τα ντερσέκια τα στενά,

μέσα στ' ανάφλογο το φως, άρχιζαν κι οι καμπάνες,
   που φάνταζαν χρυσές,
και τα κορίτσια εμπαίνανε να κοιμηθούν κι οι μάνες
   ξαλλάζανε να παν στις εκκλησιές...
~
 Όλα τα πρόσωπα του ποιήματος, και ειδικότερα ο Μπαταριάς, είναι πραγματικά. Ο Θανάσης Μπαταριάς πήγε στο Μεσολόγγι, όταν ήταν 35 χρονών και πέθανε εκεί σε βαθιά γεράματα (1917). Ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης έχει γράψει γι' αυτόν τα εξής: «Η συντροφιά του, που αυτός ήτανε ψυχή, είχε τρία όργανα, λαούτο του Μπαταριά, βιολί του Κατσαρού και κλαρίνο του τσιγγάνου Σουλεϊμάνη. Μα πάνω απ' όλα τούτα βασίλευε και τρικύμιζε κι ανέβαινε σε ουρανούς από πάθος, το τραγούδι του Μπαταριά. Η φωνή του, που έφτανε αβίαστα τις υψηλές νότες και κατρακυλούσε σκαλί σκαλί με χίλια παιχνιδίσματα, γυρίσματα και τσακίσματα ως τους χαμηλούς τόνους, έπαιρνε όλη τη χάρη και το αίστημα, αφού πρώτα ο τραγουδιστής ερχότανε στο κέφι με κρασί. Η άφταστη επιτυχία του ήταν τα Γιαννιώτικα, τα κλέφτικα και τα ερωτικά λιανοτράγουδα». Κι ο ποιητής Κωστής Παλαμάς στην ποιητική του συλλογή Καημοί της λιμνοθάλασσας ύμνησε επίσης τον Μπαταριά.
 
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης (Μεσολόγγι, 1869 –Αθήνα, 1943) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του νεοελληνικού λυρισμού. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση και την πεζογραφία. Από το 1937 ως το 1939 ήταν πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.[Βιογραφία]

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης