Καλέ μου, η Άνοιξη έφτασε. Τα βράδια με πλανά
πως παίζει στο παράθυρο τη φωτεινή της σάρπα.
Μα τα μεσάνυχτα γροικώ πως φευγαλέα περνά
το θλιβερό τραγούδι σου στη νυμφική τους άρπα.
Καλέ μου, όλα γυρεύουνε γλυκά να με κοιμίσουν
και να μου πουν πως έσβησες για πάντα από τη γη.
Μα όλα, χωρίς να θέλουνε, σένα θα μου θυμίσουν
κι’ ανίδεα θα μου κάνουνε τη νοσταλγία πληγή.
Καλέ μου, πως απόσβησε παντοτινά η ματιά σου
από τον Ήλιο που άλλοτε μ’ αγάπη μούχες δείξει;
Πως έγινε έτσι, να βρεθώ τόσο πολύ μακριά σου
κι’ ο ήλιος σου εχθρός να μου γενή, σκοτάδι να με πνίξη;
Πριν από σένα πέθαναν όσα μούχες ταμένα
κι’ ύστερα χάθηκες και συ μαζί τους, το πιο ωραίο.
Ένας κυκλώνας γύρω μου τα πάντα έχει θαμμένα
και μ’ έχει αφήσει ζωντανή μόνον για να σε κλαίω.
πως παίζει στο παράθυρο τη φωτεινή της σάρπα.
Μα τα μεσάνυχτα γροικώ πως φευγαλέα περνά
το θλιβερό τραγούδι σου στη νυμφική τους άρπα.
Καλέ μου, όλα γυρεύουνε γλυκά να με κοιμίσουν
και να μου πουν πως έσβησες για πάντα από τη γη.
Μα όλα, χωρίς να θέλουνε, σένα θα μου θυμίσουν
κι’ ανίδεα θα μου κάνουνε τη νοσταλγία πληγή.
Καλέ μου, πως απόσβησε παντοτινά η ματιά σου
από τον Ήλιο που άλλοτε μ’ αγάπη μούχες δείξει;
Πως έγινε έτσι, να βρεθώ τόσο πολύ μακριά σου
κι’ ο ήλιος σου εχθρός να μου γενή, σκοτάδι να με πνίξη;
Πριν από σένα πέθαναν όσα μούχες ταμένα
κι’ ύστερα χάθηκες και συ μαζί τους, το πιο ωραίο.
Ένας κυκλώνας γύρω μου τα πάντα έχει θαμμένα
και μ’ έχει αφήσει ζωντανή μόνον για να σε κλαίω.
~
Ηχώ στο Χάος (1929)