Μονάχος σου, σὲ ἀψηλὸ χωριὸ ἀπομονωμένος,
δίχως μάνα νὰ σοῦ καρικώνει τὶς κάλτσες, δίχως φίλους
γιὰ βόλτα,
τότε θὰ νιώσεις πὼς ὅ,τι πῆρες – πῆρες· τώρα πρέπει νὰ
δώσεις·
κι ἂν ἔχεις πολλά, πολλὰ θὰ δώσεις· ἂν λίγα,
σκέψου τὶς ὦρες ποὺ σπατάλησες ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Παρ’ ὅλες τὶς τυχὸν ἐπιφυλάξεις μου, σὲ συμβουλεύω
νὰ τὴν κρατήσεις τὴν ἁγνότητά σου. Βέβαια,
εἶναι ὀδυνηρὴ ἡ ἐγκράτεια, ὅταν μάλιστα
ἡ φαντασία ὀργιάζει· ὅμως, ἂν θέλεις
τοῦ κόσμου τὴν ἐκτίμηση, ὅλο καὶ πρέπει
νὰ ὁλοκληρώνεσαι στὴ στέρηση.
Ἐξὸν ἀπ’ τὴ διδασκαλία στὸ σχολεῖο,
κοίτα νὰ κάνεις καὶ καμιὰ μικρὴ βιβλιοθήκη,
νὰ ’ρχονται οἱ νέοι του χωριοῦ καὶ νὰ διαβάζουν.
Στὴν ἐνδοχώρα, νὰ ἐργαστεῖς. Ἔτσι προσφέρεις
πολὺ περισσότερα ἀπ’ τοὺς νεανίσκους τῆς Τσιμισκῆ.
Ὡστόσο κοίτα καὶ τὴν ἠθική σου ἀκεραιότητα:
ἀπὸ ἕναν νέο δροσερὸ κι ἁγνό, κυρίως ἁγνό,
ἰδιότητα δὲν ἔχει ἡ ἀνθρωπότης τιμιωτέραν.
Κι ἐν τῷ μεταξὺ θὰ κρατοῦμε ἀλληλογραφία καὶ θὰ μοῦ
στέλνεις
φωτογραφίες σου ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ.
Καὶ θὰ ’μαι, ἀλήθεια, περήφανος γιὰ ἕναν τέτοιο φίλο.