Eίδα μια χώρα ξωτικιά στ' ανήσυχο όνειρό μου:
πόσ' όμορφη δε θα το πει ποτέ καμιά ψυχή.
Tο νου μου πήρε κι άφησα το φτωχικό χωριό μου
κι έκανα τάμα μόνο εκεί ν' αράξω· μόνο εκεί.
πόσ' όμορφη δε θα το πει ποτέ καμιά ψυχή.
Tο νου μου πήρε κι άφησα το φτωχικό χωριό μου
κι έκανα τάμα μόνο εκεί ν' αράξω· μόνο εκεί.
Tρελλό παιδί ξεκίνησα δεμένο με τα μάγια
του ονείρου μου, κι εγνώρισα τις χώρες του γιαλού,
είδα τις χώρες π' άστραφταν σε κάμπους και σε πλάγια,
μα η χώρα μου, όλο πήγαινα- κι ήτανε πάντ' αλλού.
Διαβάτες μ' ανταμώσανε καλοί και μου 'παν: Mείνε
είν' όμορφη κι η χώρα μας· καιρός ν' αράξεις πια.
είν' όμορφη κι η χώρα σας, διαβάτες, μα δεν είναι
εκείνη που ονειρεύτηκα και με τραβάει μακριά.
Έτσ' είναι. Σύρτε, κι άστε με να σιγοταξιδεύω
και να περνάω μονάχος μου και κάμπους και βουνά,
ίσως τη βρω· μ' αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω
μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν' αράξω πουθενά...
~
του ονείρου μου, κι εγνώρισα τις χώρες του γιαλού,
είδα τις χώρες π' άστραφταν σε κάμπους και σε πλάγια,
μα η χώρα μου, όλο πήγαινα- κι ήτανε πάντ' αλλού.
Διαβάτες μ' ανταμώσανε καλοί και μου 'παν: Mείνε
είν' όμορφη κι η χώρα μας· καιρός ν' αράξεις πια.
είν' όμορφη κι η χώρα σας, διαβάτες, μα δεν είναι
εκείνη που ονειρεύτηκα και με τραβάει μακριά.
Έτσ' είναι. Σύρτε, κι άστε με να σιγοταξιδεύω
και να περνάω μονάχος μου και κάμπους και βουνά,
ίσως τη βρω· μ' αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω
μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν' αράξω πουθενά...
~
από το Mια Xώρα πάντα Σιωπηλή, Eρμής 1999
πηγή
πηγή
Ο Λάμπρος Πορφύρας, (Καρδάμυλα Χίου, 1879 - Πειραιάς, 1932), ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, ήταν λυρικός ποιητής. Πρώτη φορά εμφανίστηκε στα γράμματα ενώ ήταν ακόμα μαθητής, με το ποίημα του Η θλίψη του μαρμάρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάδιον το 1894 και από το 1895 συνδέθηκε με τους φιλολογικούς κύκλους στην Αθήνα. Ο Πορφύρας ήταν άνθρωπος μελαγχολικός και έζησε μοναχική ζωή μακριά από τους κοινωνικούς κύκλους και από τον βιοποριστικό αγώνα αφού είχε καλή οικονομική κατάσταση. Ήταν θαμώνας της απλής λαϊκής ταβέρνας, όπως της Φρεαττύδας του Πειραιά και στους στίχους του τραγούδησε τον έρωτα, τη θάλασσα και την ελληνική φύση, τα ταπεινά πράγματα και τα θλιμμένα ειδύλλια. Ακολούθησε μεν το συμβολισμό διαμόρφωσε όμως ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η γλώσσα του είναι απλή και η διάρθρωση των στίχων του δε, διακρίνεται από πρωτοτυπία. Όμως την ποίησή του τη χαρακτηρίζει η γλυκύτητα της έκφρασης, η μουσικότητα του τόνου και η αρμονία. Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. [Βιογραφία]