Ήταν χώμα μέσα τους, και
αυτοί έσκαβαν.
Αυτοί έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι περνούσε
η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δε δοξάζανε Θεό,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήθελε,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήξερε.
Αυτοί έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια·
δεν έγιναν σοφοί, δεν εφεύραν κανένα τραγούδι,
αυτοί έσκαβαν.
Αυτοί έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι περνούσε
η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δε δοξάζανε Θεό,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήθελε,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήξερε.
Αυτοί έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια·
δεν έγιναν σοφοί, δεν εφεύραν κανένα τραγούδι,
δεν επινόησαν καμιά γλώσσα.
Αυτοί έσκαβαν.
Ήρθε μια γαλήνη, ήρθε και μια θύελλα,
ήρθαν οι θάλασσες όλες.
Εγώ σκάβω, εσύ σκάβεις, σκάβει και το σκουλήκι,
κι αυτό που τραγουδάει εκεί λέει: αυτοί σκάβουν.
Ω ένα, ω ουδένα, ω κανένα, ω εσύ:
πού πήγαινε, αφού στο πουθενά πήγαινε;
Ω εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω, σκάβω μέσα μου ως εσένα,
και στο δάχτυλό μας ξυπνάει το δαχτυλίδι.
~
Μετάφραση : Χρήστος Γ. Λάζος