Σοῦ ἱστόρησα τὸ Λύκανδρο, τὴν πονηρὴ ἀλεποῦ,
καὶ πὼς τὸ γρήγορο μανγκοὺστ παλεύει μὲ τὰ νάγια.
Ποῦθ᾿ ἔρχεται ὁ πικρὸς καφές, τὸ σάνταλο ἀπὸ ποῦ.
Καὶ φτάσαμε στῆς Βενετιᾶς τὰ θαυμαστὰ καρνάγια.
Σὲ ντύνουν καὶ σὲ γδύνουνε καλόγνωμα κορίτσια,
τό ῾να, ἡ Νικὸλ ποὺ μύριζεν ἀμπέλια ἀπ᾿ τὴ Λορραίνη.
Τούτη, εἶχε τὰ μαλλιὰ χρυσά, ἡ ἄλλη κοντὰ καὶ ρίτσια.
Ἡ ἀνάσα τους ἡ τρυφερὴ κι ἐπίσκοπο μωραίνει.
καὶ πὼς τὸ γρήγορο μανγκοὺστ παλεύει μὲ τὰ νάγια.
Ποῦθ᾿ ἔρχεται ὁ πικρὸς καφές, τὸ σάνταλο ἀπὸ ποῦ.
Καὶ φτάσαμε στῆς Βενετιᾶς τὰ θαυμαστὰ καρνάγια.
Σὲ ντύνουν καὶ σὲ γδύνουνε καλόγνωμα κορίτσια,
τό ῾να, ἡ Νικὸλ ποὺ μύριζεν ἀμπέλια ἀπ᾿ τὴ Λορραίνη.
Τούτη, εἶχε τὰ μαλλιὰ χρυσά, ἡ ἄλλη κοντὰ καὶ ρίτσια.
Ἡ ἀνάσα τους ἡ τρυφερὴ κι ἐπίσκοπο μωραίνει.
Ἀρχίζει: O Marco φόραγε μεταξωτὸ σωκάρδι
καὶ μάλλινο μὲ κόκκινα κεντίδια κοντογούνι.
Στὴν πιάτσα παίζανε σπαθὶ Βυζαντινῶν μπαστάρδοι
καὶ διαβαιναν ἀρχόντισσες, ἑταῖρες καὶ σπιγοῦνοι,
Σκλαβόνοι, ἀποκρισάτορες καὶ σιδεροντυμένοι.
Πέρασε μία καὶ σοῦ ῾δειξε τὰ κάτασπρά της δόντια.
Στάθηκε, ἀπόκριση ζητᾶ, κι ἀκόμα περιμένει.
Κοιτοῦσες τὰ τριπόντια.
Νύχτωσε. Ἀλλάξαν οἱ φρουρές. Στοῦ Ριάλτο τὸ παζάρι
σκατζάρουνε μὲ μάλαμα, σπυρὶ σπυρὶ μπαχάρι.
Ξεφόρτωναν γονατιστὲς καμῆλες οἱ Μπουχάροι
καὶ σοῦ ῾χε ἐκείνη ἡ μυρωδιὰ τὰ μέντε συνεπάρει.
Οἱ Τοῦρκοι ἀναβανε φωτιὲς τριγύρω ἀπ᾿ τὸ Σαράι
καὶ κάθε φλόγα ψήλωνε τελώνια καὶ ζιζάνια.
Στὸ μότζο βγαίν᾿ ἡ μάνα σου καὶ πρὸς τὰ κεῖ τηράει.
-Γιόκα μου Μάρκο, γύρισε, παγῶσαν τὰ λαζάνια.
Τὸ Νικολὸ καὶ τὸ Ματέο τοὺς ἔχει λησμονήσει.
Καιρὸ πολὺ τοὺς πρόσμενε, μὰ τώρα δὲν τὴ μέλει.
-Μία μονοβύζω τοὺς κρατάει σὲ κάποιο ἐρημονήσι.
Μὰ ἐτοῦτο, ποὺ τὸ τάγιζε καρύδι μὲ τὸ μέλι ...
... Κι ἔφυγε ἀπὸ τὴ μάνα του καθὼς ἐφύγαν κι ἄλλοι.
Πῆγε, μὰ δὲ γονάτισε μπρὸς στὸ μεγάλο Χάνο.
Φίλιππε, ἀποκοιμήθηκες κρατώντας κανοκιάλι.
Ἀποκοιμήθηκα κι ἐγὼ ... καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ ξεχάνω.
Βενετία 03.04.1972
~
Τραβέρσο (1975)