*Ὁ Γερμανὸς ἐμποροπλοίαρχος Χένρυ Φλέτσερ ἐξώκειλε
στὸν Ματαπᾶ μὲ τὸ φορτηγὸ «Σχέλδ», γιατὶ λόγῳ ὁμίχλης
δὲν μπόρεσε ἐπὶ μέρες νὰ κατεβάσει τὸν ἥλιο μὲ τὸν ἑξάντα.
Τρελάθηκε καὶ πέθανε στὸν Πειραιᾶ ἀπὸ ἡλίαση.
Στὸν ποιητὴ Κώστα Οὐράνη
Ὁ πλοίαρχος Φλέτσερ ἔριξε τὸ «Σχὲλδ» στὸν Ματαπᾶ
μία μέρα ποὺ τῶν θαλασσῶν παλεῦαν τὰ στοιχεῖα,
γιατὶ ἥλιος δὲν φαινότανε τὸ στίγμα του νὰ βρεῖ
οὔτε μποροῦσε ἀπ᾿ τὶς στεριὲς νὰ πάρει ἀντιστοιχία.
στὸν Ματαπᾶ μὲ τὸ φορτηγὸ «Σχέλδ», γιατὶ λόγῳ ὁμίχλης
δὲν μπόρεσε ἐπὶ μέρες νὰ κατεβάσει τὸν ἥλιο μὲ τὸν ἑξάντα.
Τρελάθηκε καὶ πέθανε στὸν Πειραιᾶ ἀπὸ ἡλίαση.
Στὸν ποιητὴ Κώστα Οὐράνη
Ὁ πλοίαρχος Φλέτσερ ἔριξε τὸ «Σχὲλδ» στὸν Ματαπᾶ
μία μέρα ποὺ τῶν θαλασσῶν παλεῦαν τὰ στοιχεῖα,
γιατὶ ἥλιος δὲν φαινότανε τὸ στίγμα του νὰ βρεῖ
οὔτε μποροῦσε ἀπ᾿ τὶς στεριὲς νὰ πάρει ἀντιστοιχία.
Κι αὐτὸ στὸ μέρος ποὺ ἔπεσεν ἐσφήνωσε βαθιά,
τόσο ποὺ οἱ βράχοι οἱ μυτεροὶ μεμιᾶς τὸ καταστρέψαν,
μὰ τίποτ᾿ ἀπ᾿ τὸ πλήρωμα δὲν ἔπαθε κανεὶς
κι ὅλοι μὲ κάποιο ρυμουλκὸ στὸν Πειραιᾶ ἐπιστρέψαν.
Σὲ λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί,
μία μελαγχολική, στυγνὰ θλιμμένη συνοδεία,
κι ἔμεινε ὁ Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στὸ πιοτὸ
τὴν πίκρα του στὰ βρωμερὰ νὰ πνίξει καφωδεῖα.
Κοντός, μὲ τὸ πηλίκιο του, τὸ γεῖσο τὸ χρυσό,
καὶ μὲ τὰ τέσσερα χρυσὰ γαλόνια του, τ᾿ ἀστέρια,
ἔμπαινε μόλις ἄρχιζε ν᾿ ἁπλώνεται ἡ νυχτιά,
καὶ τὴν αὐγὴν ἀναίσθητο τὸν βγάνανε στὰ χέρια.
Μὰ τὰ γαλόνια ξέφτισαν καὶ σχίστηκε ἡ στολή,
τὰ ὡραῖα του ροῦχα ἐπούλησε, τὴν πέτσινή του τσάντα,
κι ἕνα ἐργαλεῖον ἐκράτησε μονάχα, ναυτικό,
τ᾿ ὄργανο ἐκεῖνο ποὺ μετρᾶν τὸν ἥλιο, τὸν ἑξάντα.
Ἡ στεναχώρια καὶ τὸ ἀλκοὸλ δουλεύοντας σιγά,
μέρα τὴ μέρα σ᾿ ἕνα χαῖνον χάσμα τὸν ὠθοῦσαν.
Τρελάθηκε. Τὸν πείραζαν στοὺς δρόμους τὰ παιδιά,
κι οἱ ψεῖρες πάνω στὰ ξανθά του γένια ἐπερπατοῦσαν.
Ὅταν ὁ ἥλιος φλόγιζε τὸν ἀττικὸ οὐρανό,
αὐτὸς μὲ τὸν ἑξάντα του στὸ χέρι ἐξεκινοῦσε,
τὸ ὕψος γοργὰ ὑπολόγιζε σὲ μία μαούνα ὀρθός,
κι ὕστερα αἰσχρὰ μουντζώνοντας τὸν ἥλιο, ἐβλαστημοῦσε.
Μὰ κάποια μέρα βλέποντας μὲ τ᾿ ὄργανο ψηλά,
ἔφυγε γιὰ τὸ σκοτεινὸ λιμάνι τοῦ θανάτου,
ἐνῶ σιγὰ σὰν πάντοτε, φαιδρὸς καὶ φλογερός,
ὁ ἥλιος τὴν κανονικὴ διέσχιζε τροχιά του.
~
Μαραμπού (1933)