«Τωόντι», είπ’ ο ανθύπατος, κλείοντας το βιβλίο, «αυτός
ο στίχος είν’ ωραίος και πολύ σωστός·
τον έγραψεν ο Σοφοκλής βαθιά φιλοσοφώντας.
Πόσα θα πούμ’ εκεί, πόσα θα πούμ’ εκεί,
και πόσο θα φανούμε διαφορετικοί.
Aυτά που εδώ σαν άγρυπνοι φρουροί βαστούμε,
πληγές και μυστικά που μέσα μας σφαλνούμε,
με καθημερινή αγωνία βαρειά,
ελεύθερα εκεί και καθαρά θα πούμε».
«Πρόσθεσε», είπε ο σοφιστής, μισοχαμογελώντας,
«αν τέτοια λεν εκεί, αν τους μέλλει πια».
ο στίχος είν’ ωραίος και πολύ σωστός·
τον έγραψεν ο Σοφοκλής βαθιά φιλοσοφώντας.
Πόσα θα πούμ’ εκεί, πόσα θα πούμ’ εκεί,
και πόσο θα φανούμε διαφορετικοί.
Aυτά που εδώ σαν άγρυπνοι φρουροί βαστούμε,
πληγές και μυστικά που μέσα μας σφαλνούμε,
με καθημερινή αγωνία βαρειά,
ελεύθερα εκεί και καθαρά θα πούμε».
«Πρόσθεσε», είπε ο σοφιστής, μισοχαμογελώντας,
«αν τέτοια λεν εκεί, αν τους μέλλει πια».
(1913)
~
Τα Ανέκδοτα (1877-1923)