Ήμουν ανίδεη κι' άπραγη, παρ' όλο
που η αγάπη μούχε πη το «χαίρε».
Ω, για να πω τα λόγια τούτα τώρα
θύμηση τις γλυκές πηγές σου φέρε.
Είχαμε οι δυο καθήσει στο γεφύρι
του έρημου δρόμου που έβγαζε στο ρέμα,
ακίνητοι και παραπονεμένοι,
με σκεφτικό παράξενα το βλέμμα.
Το σκεφτικό μας πρόσωπο η Σελήνη
το αγκάλιαζε με θέρμη και το εφίλει
μα εμείς μέναμε πάντα καθισμένοι
με σιωπηλά τα ξαφνισμένα χείλη.
Λιγάκι πριν δεν ήμαστε θλιμμένοι
μα μούπε ξαφνικά πως μ' αγαπάει.
Αυτό ήταν! Τι να νοιώσαμε με τούτο;
Αχ! όλη η παιδική ψυχή μας πάει!
που η αγάπη μούχε πη το «χαίρε».
Ω, για να πω τα λόγια τούτα τώρα
θύμηση τις γλυκές πηγές σου φέρε.
Είχαμε οι δυο καθήσει στο γεφύρι
του έρημου δρόμου που έβγαζε στο ρέμα,
ακίνητοι και παραπονεμένοι,
με σκεφτικό παράξενα το βλέμμα.
Το σκεφτικό μας πρόσωπο η Σελήνη
το αγκάλιαζε με θέρμη και το εφίλει
μα εμείς μέναμε πάντα καθισμένοι
με σιωπηλά τα ξαφνισμένα χείλη.
Λιγάκι πριν δεν ήμαστε θλιμμένοι
μα μούπε ξαφνικά πως μ' αγαπάει.
Αυτό ήταν! Τι να νοιώσαμε με τούτο;
Αχ! όλη η παιδική ψυχή μας πάει!
~
Ανέκδοτα ποιήματα