Ας ήμουν μια γερόντισσα, με μόνη
των αναμνήσεων την πηγή στα στήθια.
(Αναιμική κ’ εφήμερη ανεμώνη
τώρα με καίει και τόνειρο κ’ η αλήθεια).
Ας ήμουν μια γερόντισσα ασημένια
μια ζωγραφιά παλιά μισοσβησμένη.
(Το μνήμα μου ένα βήμα, κι’ όμως ένια
γίνεται κ’ η στιγμή μου η μετρημένη).
Να γέρνω μ’ εγκαρτέρηση, με γλύκα,
πάνω απ’ τη λάβα που έσβησε μια μέρα
για πάντα, να διηγιέμαι πως τη βρήκα
την ευτυχία στου βίου την εσπέρα.
Και πλάθοντας γλυκά το παραμύθι,
τα διάφανα ν’ απλώνω δάχτυλά μου
σε γνώριμες σκιές που με τη λήθη
χειροπιαστές θα χάνωνται μακριά μου.
Οράματα να γίνονται στα βάθη,
προς την ανατολή, και να μου γνέφουν
όσα τη ζωή μου λεηλατήσαν πάθη.
Με φως οι απελπισίες να με στέφουν.
Λοιπόν αφού το φως της μέρας σβήνει
και κόντηνε η ματιά μου τόσο πια,
ας ήμουν μια γερόντισσα που ντύνει
με παραμύθια μια νεκρή καρδιά.
των αναμνήσεων την πηγή στα στήθια.
(Αναιμική κ’ εφήμερη ανεμώνη
τώρα με καίει και τόνειρο κ’ η αλήθεια).
Ας ήμουν μια γερόντισσα ασημένια
μια ζωγραφιά παλιά μισοσβησμένη.
(Το μνήμα μου ένα βήμα, κι’ όμως ένια
γίνεται κ’ η στιγμή μου η μετρημένη).
Να γέρνω μ’ εγκαρτέρηση, με γλύκα,
πάνω απ’ τη λάβα που έσβησε μια μέρα
για πάντα, να διηγιέμαι πως τη βρήκα
την ευτυχία στου βίου την εσπέρα.
Και πλάθοντας γλυκά το παραμύθι,
τα διάφανα ν’ απλώνω δάχτυλά μου
σε γνώριμες σκιές που με τη λήθη
χειροπιαστές θα χάνωνται μακριά μου.
Οράματα να γίνονται στα βάθη,
προς την ανατολή, και να μου γνέφουν
όσα τη ζωή μου λεηλατήσαν πάθη.
Με φως οι απελπισίες να με στέφουν.
Λοιπόν αφού το φως της μέρας σβήνει
και κόντηνε η ματιά μου τόσο πια,
ας ήμουν μια γερόντισσα που ντύνει
με παραμύθια μια νεκρή καρδιά.
~
Ηχώ στο Χάος (1929)