Στην έρημη πλατεία
οδηγεί ένας λαβύρινθος από σοκάκια.
Στη μια μεριά, ο παλιός σκυθρωπός τοίχος
μιας ερειπωμένης εκκλησιάς∙
στην άλλη, ο ασπρουλός φράχτης
ενός κηπάκου με κυπαρίσσια και φοινικιές∙
κι εμπρός μου, το σπίτι,
και στο σπίτι, κάγκελα∙
οδηγεί ένας λαβύρινθος από σοκάκια.
Στη μια μεριά, ο παλιός σκυθρωπός τοίχος
μιας ερειπωμένης εκκλησιάς∙
στην άλλη, ο ασπρουλός φράχτης
ενός κηπάκου με κυπαρίσσια και φοινικιές∙
κι εμπρός μου, το σπίτι,
και στο σπίτι, κάγκελα∙
πίσω απ’ το παραθυρόφυλλο που ρίχνει ελαφριά σκιά
η μικρούλα φιγούρα της, χαρωπή και γελαστή.
Θα φύγω. Δε θέλω
να σε καλώ στο παραθύρι σου… Άνοιξη
έρχεται… λευκό το ιμάτιό της
ανεμίζει στον αγέρα της νεκρής πλατείας…∙
έρχεται τα ρόδα ν’ ανάψει
κόκκινα στις τριανταφυλλιές σου… Θα ’θελα να σε δω…
~
Μετάφραση από τα ισπανικά: Θεοδόσης Κοντάκης