Σαν τόφεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριο ήλιο,
πότε ούρλιαζε και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαεφτά χρόνια μοναχά με τά ‘ζησες παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας,
κ’ επέρασάν το το σχοινί και το 'πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κι ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν,
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένον σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα∙
«Δεκαεφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαεφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα παιδί μου».
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριο ήλιο,
πότε ούρλιαζε και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαεφτά χρόνια μοναχά με τά ‘ζησες παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας,
κ’ επέρασάν το το σχοινί και το 'πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κι ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν,
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένον σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα∙
«Δεκαεφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαεφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα παιδί μου».
(1908)
~
Τα Ανέκδοτα (1877-1923)