Αυτές τις νύμφες, θα τις διαιωνίσω
Τόσο φως,
Μες στην ατμόσφαιρα, ελαφρό αναφτέρωμα σαρκός
Απ’ του ύπνου την πυκνότητα.
Όνειρο έχω εγώ αγαπήσει;
Η αμφιβολία μου, αρχαίας νυκτός σωρός, πάει να διαλύσει
Σε πολυσύνθετα κλωνάρια, δάση αληθινά,
Που, αλίμονο! αποδείχνουν μόνος πόσο ιδανικά
Δοκίμαζα ένα θρίαμβο σε ρόδων αμαρτίες.
Ας εμβαθύνουμε…
Ή αν με τις τόσες σου ερμηνείες
Σε μύθο ανοίγουν οι ωραίες πόθο σου τρανό!
Φαύνε, ξεφεύγει η φαντασία το χρώμα το κυανό
Των κρύων ματιών τής πιο σεμνής σαν μια πηγή δακρύων.
Μα η άλλη, στεναγμός ποιών αισθημάτων ανομοίων,
Σαν άνεμος θερμός στα στήθη σου τα τριχωτά!
Τί αντίθεση! όταν μες στο καύμα που λιποθυμά
Αδιάσειστο και πνιγερό, η αυγή δροσοπαλεύει,
Άλλο νερό δεν ψιθυρίζει απ’ ό,τι πια κυριεύει
Ο αυλός μου τ’ άλσος που ποτίζει αρμονικά· κι εκτός
Απ’ τον αέρα που παράγει, όντας αυτός διπλός,
Μεμιάς τον ήχο σ’ άγονη βροχή πριν διασκορπίσει,
Δίχως μες στον ορίζοντα ρυτίδα να κινήσει,
Μονάχα ξεχωρίζει αιθέρια η τεχνητή εμπνοή
Που τώρα την παραλαβαίνουν πάλι οι ουρανοί.
Ω εσείς όχθες των σιωπηλών νερών της Σικελίας,
Που ’μαι σαν ήλιος σας ματαιότητα μιας λεηλασίας,
ΜΙΛΗΣΤΕ κάτω απ’ των ανθών σας τη σπιθοβολή
"Πως έκοβα ξερά καλάμια με την προσταγή
"Της τέχνης· ότε, σε γλαυκές, χρυσόχαρες εκτάσεις
"Πάνω σ’ ανταύγειες αμπελιών, με σμαραγδένιες φάσεις,
"Διακρίνω κύμα ολόλευκων σχημάτων που ηρεμούν·
"Και μ’ έν’ αργό προανάκρουσμα που οι κάλαμοι γεννούν,
"Η πτήση αυτή των κύκνων, όχι! των ναϊάδων, πάει,
»Χάνεται…"
Μες στην πύρινη, ξανθή ώρα που περνάει
Το παν ακινητεί χωρίς ενδείξεις τεχνικής
Απ’ όπου ευχή και ζήτηση για υμέναιο πλησμονής·
Λοιπόν με το πρωτόγονο το σφρίγος θα ξυπνήσω
Μόνος κι ορθός, βαθιά σε κύμα φωτερό να ζήσω,
Κρίνοι! για την αγνότητα σαν ένας από σας.
Πιο εκφραστική απ’ το τίποτα, απ’ τα χείλη της ψευτιάς,
Με το φιλί τους δόλιο και για απάτη βεβαιωμένο,
Το στήθος μου, πάντ’ από κάθε εκδήλωση παρθένο,
Αποκρυμμένη μαρτυρεί μια δαγκανιά θεϊκή·
Μα τί μ’ αυτό! έχει κάτι εκλέξει για εκμυστηρευτή
Τον δίαυλο που πια ο σκοπός του στο ύπαιθρο επεκτάθη·
Που, ελκύοντας στα εσώτερά του της σαρκός τα πάθη,
Σε μονωδία ατέλειωτη ονειρεύεται χαρές
Για τις τριγύρω, που συγχέει, μύριες ομορφιές
Με του εύπιστου άσματός μας τις μυθώδεις παραστάσεις·
Στις πιο υψηλές ερωτικές που επιζητεί ανατάσεις
Να σβήσει μέσα στ’ όραμα, βέβηλο απ’ τα πλευρά
Ή και τη ράχη, θάμβος μπρος στα μάτια μου κλειστά,
Μια ηχογραμμή που ανώφελα μονότονη απομένει.
Προσπάθησε, όργανο φυγής, ω πλάνη ενσαρκωμένη
Σύριγξ, ν’ ανθίσεις πάλι στα νερά που με καλείς!
Καυχιέμαι μπρος στα λόγια μου εκτενής αφηγητής
Εγώ για τις θεές· με εικόνες ειδωλολατρίας
Θ’ αρπάξω ακόμη απ’ τη σκιά τους ζώνες γοητείας·
Έτσι, αφού απερρόφησα των σταφυλιών το φως,
Για ν’ αποδιώξει κάποια θλίψη ένας ισχυρισμός,
Γελώντας προς τον ουρανό, γυμνό τον βότρυ υψώνω
Κι ενώ φυσώ, στις φλούδες του, που ’ναι όλο λάμψη, μόνο
Διψώ για μέθη κι ώς το βράδυ παρακολουθώ.
Νύμφες, ας εξογκώσουμε ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΝ ΕΙΡΜΟ.
"Βέλη οι ματιές μου απ’ τα καλάμια πίσω τοξευόνταν
"Σε αθάνατους λαιμούς που βύθισαν ενώ καιόνταν.
"Κραυγή γοερή του δάσους δόνησε τον ουρανό.
"Και χάνονται οι κρουνοί της κόμης, έξοχο λουτρό,
"Σε αχτίδες μέσα και σε ρίγη, ω πετραδιών μαγεία!
"Τρέχω· και μπρος στα πόδια μου συμπλέχτρ’ αδυναμία,
"(Τραύμ’ απ’ τη γεύση του καημού οι νύμφες που ’σαν δυο).
"Τα χέρια τους ανάπτυγμα στου ύπνου τον δεσμό·
"Πετώ, αρπάζοντάς τες πια δίχως να τις χωρίσω,
"Στ’ άλσος αυτό η σκιά που ωθεί τρελά να προτιμήσω,
"Ο ήλιος όπου αντλεί από ρόδα καθεμιά ευωδιά
»Κι όπου θα δύσει η τέρψη μας, σαν την ημέρα, αργά."
Σε λαχταρώ, ανταρσία των παρθένων, ω αγριεμένο
Θέλγητρο σε πανίερο φορτίο γυμνωμένο
Που απ’ των χειλιών μου, φεύγοντας, γλιστράς τον κορωμό
Σαν αστραπή που πίνει τρόμο της σαρκός κρυφό·
Απ’ της σκληρής τα πόδια ώς τη δειλή καρδιά πὄχει η άλλη
Κι αφήνεται μεμιάς όλη αθωότητα μεγάλη
Υγρή από δάκρυα έξαλλα ή λιγότερο θολά.
"Το κρίμα μου είναι πως, νικώντας μέσα στη χαρά
"Προδότες φόβους, με φιλιά μου κόμες ξεπλεγμένες
"Εχώρισα, οι θεοί που συντηρούσαν ενωμένες·
"Γιατί, μόλις απόκρυβα ένα γέλιο φλογερό
"Μες στους μακάριους ελιγμούς μιας μόνης, (ότε εγώ
"Φύλαγα μ’ ένα δάχτυλο, ώσπου αυτή άσπιλη ελαφρότης,
"Σωστό φτερό, να πάρει απ’ τη μικρή τον πυρωμό της
"Μη κοκκινίζοντας, αφού ήταν άπειρη κι αγνή,)
"Από τα χέρια, διαλυμένα, σαν σε τελευτή
"Η λεία τούτη, αχάριστη για πάντα, μου αφαιρέθη
»Αδιάφορη μπρος στον λυγμό μου ακόμα μες σε μέθη."
Μα δεν πειράζει! Θα με σύρου άλλες στη χαρά,
Στα σουβλερά μου κέρατα δένοντας τα μαλλιά·
Το ξέρεις, πάθος μου, πορφύρα πια κι ωριμασμένο
Που κάθε ρόδι ανοίγει από μελίσσια κυκλωμένο·
Και το αίμα μας, κυριεμένο απ’ ό,τι θα υποστεί,
Τρέχει για κάποιο σμήνος που αιώνια ποθεί.
Την ώρα αυτού του δάσους που η τεφρή κορφή χρυσίζει,
Κάτι στ’ αποσβησμένα φύλλα συμπανηγυρίζει·
Αίτνα! όπως τότε η Αφροδίτη που ’ρθε να σε βρει
Στη λάβα σου με το ίδιο πέλμα της αγνή επαφή
Μετά από φλογερή υποχώρηση έκρηξης. Δική μου
Κρατώ την άνασσα!
Ω τί της χρωστώ!
Όχι, μα η ψυχή μου
Γυμνή από λόγια και το βαρεμένο αυτό κορμί
Πέφτουν μες στην αγέρωχη μεσημβρινή σιγή·
Πρέπει να κοιμηθώ και τη βλαστήμια να ξεχάσω
Έτσι στον πυρωμένον άμμο επάνω να πλαγιάσω
Στόμα ανοιχτό προς τ’ άστρο που ωριμάζει τα κρασιά!
Ζευγάρι, χαίρε· θα σε δω όπως έγινες σκιά.
~
S. Mallarmé. 1958. "Το απόγευμα ενός φαύνου" [ειδύλλιο].
Μετ. Γ. Σ. Πατριαρχέας. Νέα Εστία 754 (1 Δεκεμβρίου 1958)
Τόσο φως,
Μες στην ατμόσφαιρα, ελαφρό αναφτέρωμα σαρκός
Απ’ του ύπνου την πυκνότητα.
Όνειρο έχω εγώ αγαπήσει;
Η αμφιβολία μου, αρχαίας νυκτός σωρός, πάει να διαλύσει
Σε πολυσύνθετα κλωνάρια, δάση αληθινά,
Που, αλίμονο! αποδείχνουν μόνος πόσο ιδανικά
Δοκίμαζα ένα θρίαμβο σε ρόδων αμαρτίες.
Ας εμβαθύνουμε…
Ή αν με τις τόσες σου ερμηνείες
Σε μύθο ανοίγουν οι ωραίες πόθο σου τρανό!
Φαύνε, ξεφεύγει η φαντασία το χρώμα το κυανό
Των κρύων ματιών τής πιο σεμνής σαν μια πηγή δακρύων.
Μα η άλλη, στεναγμός ποιών αισθημάτων ανομοίων,
Σαν άνεμος θερμός στα στήθη σου τα τριχωτά!
Τί αντίθεση! όταν μες στο καύμα που λιποθυμά
Αδιάσειστο και πνιγερό, η αυγή δροσοπαλεύει,
Άλλο νερό δεν ψιθυρίζει απ’ ό,τι πια κυριεύει
Ο αυλός μου τ’ άλσος που ποτίζει αρμονικά· κι εκτός
Απ’ τον αέρα που παράγει, όντας αυτός διπλός,
Μεμιάς τον ήχο σ’ άγονη βροχή πριν διασκορπίσει,
Δίχως μες στον ορίζοντα ρυτίδα να κινήσει,
Μονάχα ξεχωρίζει αιθέρια η τεχνητή εμπνοή
Που τώρα την παραλαβαίνουν πάλι οι ουρανοί.
Ω εσείς όχθες των σιωπηλών νερών της Σικελίας,
Που ’μαι σαν ήλιος σας ματαιότητα μιας λεηλασίας,
ΜΙΛΗΣΤΕ κάτω απ’ των ανθών σας τη σπιθοβολή
"Πως έκοβα ξερά καλάμια με την προσταγή
"Της τέχνης· ότε, σε γλαυκές, χρυσόχαρες εκτάσεις
"Πάνω σ’ ανταύγειες αμπελιών, με σμαραγδένιες φάσεις,
"Διακρίνω κύμα ολόλευκων σχημάτων που ηρεμούν·
"Και μ’ έν’ αργό προανάκρουσμα που οι κάλαμοι γεννούν,
"Η πτήση αυτή των κύκνων, όχι! των ναϊάδων, πάει,
»Χάνεται…"
Μες στην πύρινη, ξανθή ώρα που περνάει
Το παν ακινητεί χωρίς ενδείξεις τεχνικής
Απ’ όπου ευχή και ζήτηση για υμέναιο πλησμονής·
Λοιπόν με το πρωτόγονο το σφρίγος θα ξυπνήσω
Μόνος κι ορθός, βαθιά σε κύμα φωτερό να ζήσω,
Κρίνοι! για την αγνότητα σαν ένας από σας.
Πιο εκφραστική απ’ το τίποτα, απ’ τα χείλη της ψευτιάς,
Με το φιλί τους δόλιο και για απάτη βεβαιωμένο,
Το στήθος μου, πάντ’ από κάθε εκδήλωση παρθένο,
Αποκρυμμένη μαρτυρεί μια δαγκανιά θεϊκή·
Μα τί μ’ αυτό! έχει κάτι εκλέξει για εκμυστηρευτή
Τον δίαυλο που πια ο σκοπός του στο ύπαιθρο επεκτάθη·
Που, ελκύοντας στα εσώτερά του της σαρκός τα πάθη,
Σε μονωδία ατέλειωτη ονειρεύεται χαρές
Για τις τριγύρω, που συγχέει, μύριες ομορφιές
Με του εύπιστου άσματός μας τις μυθώδεις παραστάσεις·
Στις πιο υψηλές ερωτικές που επιζητεί ανατάσεις
Να σβήσει μέσα στ’ όραμα, βέβηλο απ’ τα πλευρά
Ή και τη ράχη, θάμβος μπρος στα μάτια μου κλειστά,
Μια ηχογραμμή που ανώφελα μονότονη απομένει.
Προσπάθησε, όργανο φυγής, ω πλάνη ενσαρκωμένη
Σύριγξ, ν’ ανθίσεις πάλι στα νερά που με καλείς!
Καυχιέμαι μπρος στα λόγια μου εκτενής αφηγητής
Εγώ για τις θεές· με εικόνες ειδωλολατρίας
Θ’ αρπάξω ακόμη απ’ τη σκιά τους ζώνες γοητείας·
Έτσι, αφού απερρόφησα των σταφυλιών το φως,
Για ν’ αποδιώξει κάποια θλίψη ένας ισχυρισμός,
Γελώντας προς τον ουρανό, γυμνό τον βότρυ υψώνω
Κι ενώ φυσώ, στις φλούδες του, που ’ναι όλο λάμψη, μόνο
Διψώ για μέθη κι ώς το βράδυ παρακολουθώ.
Νύμφες, ας εξογκώσουμε ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΝ ΕΙΡΜΟ.
"Βέλη οι ματιές μου απ’ τα καλάμια πίσω τοξευόνταν
"Σε αθάνατους λαιμούς που βύθισαν ενώ καιόνταν.
"Κραυγή γοερή του δάσους δόνησε τον ουρανό.
"Και χάνονται οι κρουνοί της κόμης, έξοχο λουτρό,
"Σε αχτίδες μέσα και σε ρίγη, ω πετραδιών μαγεία!
"Τρέχω· και μπρος στα πόδια μου συμπλέχτρ’ αδυναμία,
"(Τραύμ’ απ’ τη γεύση του καημού οι νύμφες που ’σαν δυο).
"Τα χέρια τους ανάπτυγμα στου ύπνου τον δεσμό·
"Πετώ, αρπάζοντάς τες πια δίχως να τις χωρίσω,
"Στ’ άλσος αυτό η σκιά που ωθεί τρελά να προτιμήσω,
"Ο ήλιος όπου αντλεί από ρόδα καθεμιά ευωδιά
»Κι όπου θα δύσει η τέρψη μας, σαν την ημέρα, αργά."
Σε λαχταρώ, ανταρσία των παρθένων, ω αγριεμένο
Θέλγητρο σε πανίερο φορτίο γυμνωμένο
Που απ’ των χειλιών μου, φεύγοντας, γλιστράς τον κορωμό
Σαν αστραπή που πίνει τρόμο της σαρκός κρυφό·
Απ’ της σκληρής τα πόδια ώς τη δειλή καρδιά πὄχει η άλλη
Κι αφήνεται μεμιάς όλη αθωότητα μεγάλη
Υγρή από δάκρυα έξαλλα ή λιγότερο θολά.
"Το κρίμα μου είναι πως, νικώντας μέσα στη χαρά
"Προδότες φόβους, με φιλιά μου κόμες ξεπλεγμένες
"Εχώρισα, οι θεοί που συντηρούσαν ενωμένες·
"Γιατί, μόλις απόκρυβα ένα γέλιο φλογερό
"Μες στους μακάριους ελιγμούς μιας μόνης, (ότε εγώ
"Φύλαγα μ’ ένα δάχτυλο, ώσπου αυτή άσπιλη ελαφρότης,
"Σωστό φτερό, να πάρει απ’ τη μικρή τον πυρωμό της
"Μη κοκκινίζοντας, αφού ήταν άπειρη κι αγνή,)
"Από τα χέρια, διαλυμένα, σαν σε τελευτή
"Η λεία τούτη, αχάριστη για πάντα, μου αφαιρέθη
»Αδιάφορη μπρος στον λυγμό μου ακόμα μες σε μέθη."
Μα δεν πειράζει! Θα με σύρου άλλες στη χαρά,
Στα σουβλερά μου κέρατα δένοντας τα μαλλιά·
Το ξέρεις, πάθος μου, πορφύρα πια κι ωριμασμένο
Που κάθε ρόδι ανοίγει από μελίσσια κυκλωμένο·
Και το αίμα μας, κυριεμένο απ’ ό,τι θα υποστεί,
Τρέχει για κάποιο σμήνος που αιώνια ποθεί.
Την ώρα αυτού του δάσους που η τεφρή κορφή χρυσίζει,
Κάτι στ’ αποσβησμένα φύλλα συμπανηγυρίζει·
Αίτνα! όπως τότε η Αφροδίτη που ’ρθε να σε βρει
Στη λάβα σου με το ίδιο πέλμα της αγνή επαφή
Μετά από φλογερή υποχώρηση έκρηξης. Δική μου
Κρατώ την άνασσα!
Ω τί της χρωστώ!
Όχι, μα η ψυχή μου
Γυμνή από λόγια και το βαρεμένο αυτό κορμί
Πέφτουν μες στην αγέρωχη μεσημβρινή σιγή·
Πρέπει να κοιμηθώ και τη βλαστήμια να ξεχάσω
Έτσι στον πυρωμένον άμμο επάνω να πλαγιάσω
Στόμα ανοιχτό προς τ’ άστρο που ωριμάζει τα κρασιά!
Ζευγάρι, χαίρε· θα σε δω όπως έγινες σκιά.
~
S. Mallarmé. 1958. "Το απόγευμα ενός φαύνου" [ειδύλλιο].
Μετ. Γ. Σ. Πατριαρχέας. Νέα Εστία 754 (1 Δεκεμβρίου 1958)